λείας τοῦ Ὄθωνος· ἀλλὰ καί αὐτὸς ἦτο ξένος, ὁ Γερμανὸς ἰατρὸς τῆς Αὐλῆς Ῥέζερ, περὶ οὗ διεσώθησαν μεταξὺ τῶν γεροντοτέρων πολλὰ ἀστεῖα ἀνέκδοτα. Τὸν ἰδιότροπον τοῦτον ἄνδρα καὶ τοὺς παραδόξους τρόπους του περιγράφω πνευματωδῶς καὶ ἐπιχαρίτως εἰς τὰς περὶ τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς ἑλληνικῆς Αὐλῆς ἐπιστολάς της μία Ἑλβετὶς κυρία, ἐπισκεφθεῖσα τὴν χώραν μας κατὰ τὸ 1859, ὡς ἑξῆς:
«Ἤμην ἀσθενὴς... ἡ βασίλισσα μαθοῦσα τοῦτο, ἀπέστειλεν ἀμέσως τὸν ἰατρόν της κ. Ῥέζερ, Βαυαρόν, νὰ μ’ ἐπισκεφθῇ. Ὁ Ῥέζερ ἄμα εἰσελθών, μοῦ ἔκαμε τὴν χειρίστην ἐντύπωσιν. Ἔχω ἀπέχθειαν πρὸς τοὺς ἀμβλυωποῦντας· καὶ αὐτὸς ὄχι μόνον ἀμβλυωπῶν εἶναι, ἀλλ’ οὔτε δύνασαι ν’ ἀνακαλύψῃς ποῦ τὸ βλέμμα του διευθύνεται. Ἐμβῆκεν ὡς ἀνεμοστρόβιλος, κάθε ἄλλην διεύθυνσιν λαβὼν παρὰ τὴν τῆς κλίνης μου, τέλος πλησιάσας μουρμουρίζων, μοῦ ἀπηύθυνε τὸν λόγον γαλλιστί: «— Vous êtes malade, Madame? — Je le crois bien, Monsieur. — Avez vouz de papier, Madame! — Je le crois bien, Monsieur». Ἐκάθησε παρὰ τὴν τράπεζαν καὶ ἁρπάσας τεμάχιον χάρτου ἤρχισε γράφων. Διὰ μιᾶς ἀφίνει τὴν γραφίδα καὶ ὁρμᾷ πρὸς ἐμέ. Ρῖγος μὲ κατέλαβε, διότι τὸν ἐνόμισα παράφρονα. Εὐτυχῶς δὲν ἦτο παράφρων· ἀλλὰ γράφων τὴν συνταγήν του ἐνθυμήθη ὅτι δὲν ἐμέτρησε τὸν σφυγμόν μου καὶ ὅτι δὲν μὲ ἠρώτησεν οὔτε τί αἰσθάνομαι. Ἥρπασε τὴν χεῖρά μου. «— Mais qu’ avez vous Madame! — Ma tête est brulante, Monsieur, et mes genoux ne me soutiennent plus — Toussez un peu, Madame». Ἔβηξα λοιπόν, ἐνῷ δὲν εἶχα βῆχα. Ἐπέστρεψεν εἰς τὴν τράπεζαν, ἐτελείωσε τὴν συνταγήν, μοῦ τὴν ἔδωκεν εἰς τὰς χεῖρας, ἥρπασε τὸν πῖλόν του καὶ ἐδοκίμασε νὰ ἐξέλθῃ διὰ τῆς θύρας τῆς εἰς τὸ ἄλλο δωμάτιον ἀγούσης καὶ ἥτις φυσικῷ τῷ λόγῳ ἦτο κλειδωμένη. Τὸν ἀφῆκα νὰ μὰχεται μὲ τὴν θύραν περίεργος νὰ ἰδῶ ποῦ τοῦτο ἤθελε καταλήξῃ. Μετ’ ὀλίγα λεπτὰ ἀνεχώρησε δρομαῖος δι’ ἐκείνης, δι’ ἧς εἰσῆλθεν, ἀφοῦ ἀνησύχησεν ἀρκετὰ τὸν γείτονά μου, καὶ χωρὶς νὰ μὲ ἀποχαιρετήσῃ».
Ἡ ξένη κυρία ἀναφέρει κατόπιν τὰ ἀνέκδοτα ὅσα ἤκουσεν ἐν Ἀθήναις περὶ τοῦ περιφήμου τούτου ἀφῃρημένου, ἀλλ’ ἀνή-