Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/91

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Οἱ σφουγγαράδες89

βάσῃ καὶ κανένα μελάτι. Πείσμωνε τότε ὁ μηχανικὸς κι’ ἄρχιζε τὸ βρισολοῦσι:

— Ἂμ καὶ στὸν Περαία νὰ βούταγες, καημένε, κάτι περισσότερο θἄβγαζες. Ἢ μὴν εἶδες τὸ ψάρι καὶ βιάστηκες ν’ ἀνεβῇς. Μωρέ, τὸ παλληκάρι τῆς φακῆς!

Ὁ Ραφαλιᾶς φουρκιζότανε· μὰ καὶ τὶ νὰ κάμῃ; Οἱ μηχανικοὶ ὅλοι τους εἶνε μιὰ πάστα. Ὅταν θέλουν νὰ τσουρμάρουν, τάζουν λαγοὺς μὲ πετραχήλια· γλυκομιλοῦν, δίνουν παράδες, κεράσματα ὅσο νὰ τοὺς ξεγελάσουν. Μιὰ καὶ τοὺς ἔβαλαν στὸ καΐκι ἀλλάζουν πρόσωπο καὶ κουβέντα. Εἶνε ἀφέντες κ’ εἶσαι, δοῦλός τους. Ὁ Πέτρος Πίπιζας ὅμως, ὁ μηχανικὸς τοῦ πατέρα σου, εἶχε καὶ δίκηο περισσότερο. Δυό του βουτηχτάδες πάθανε. Τρεῖς λαμνοκῶποι ἦταν ἄχρηστοι ἀπὸ τὶς πληγὲς τῶν Ἀράπηδων. Ἡ τύχη, λὲς γιὰ ἰσοζύγισμα, ἔφερε ἔτσι τὰ πράματα, ὥστε τὴν ἐποχὴ ποῦ κατεβαίνουν οἱ ναῦτες μας, νὰ κατεβαίνουν καὶ οἱ Ἀραπάδες ἀπὸ τὰ χειμαδιά τους. Ἡ θάλασσα γεμίζει ἄρμενα· γεμίζει καὶ ἡ στεριὰ κουδούνια, γκλίτσες, πρόβατα καὶ καλύβες. Ναῦτες ἡλιοκαμένοι ἐδῶ· τσοπαναρέοι ἐκεῖ χαλκοπρόσωποι. Ὁ ἀρχιτσέλιγγας ἀσπροφλόκατος, ἀρματοζωσμένος, μὲ τὸ καριοφύλι στὸν ὦμο καὶ τὸ τσιμποῦκι στὸ χέρι, κάθεται σταυροπόδι στὸν ἄμμο καὶ δὲν ἀφίνει νὰ γεμίσῃ νεροβάρελο· θὰ πληρωθῇ πρῶτα.

— Μπισμάτ!… μπισμάτ!… φωνάζει ἀγριόθυμος, ζητῶντας, μὲ λιμασμένα μάτια, ψωμὶ ἀπὸ τοὺς ναῦτες μας.

Πόσα καὶ πόσα δὲ γίνονται γιὰ τὸ νερὸ ἐκεῖ κάτω! Πολλὲς φορές, ἀκούς! ἀνοίγει πόλεμος κ’ ἔρ-