Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/90

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
88Λόγια τῆς πλώρης

ἡ Μπαρμπαριά, κάμε τα προικιὰ νὰ τὰ χαρῇς μὲ ἄλλον τυχερώτερο.

Εἶδες τί γίνεται, ὅταν μισεύουν τὰ σφουγγαράδικα! Ἔτσι καὶ καλήτερα γινότανε στὸν καιρό μας. Ὅλο τὸ νησὶ ἔτρεχε στὸ ἀκρωτῆρι νὰ τοὺς καταβοδώσῃ. Τρομπόνια, καμπάνες, βιολιά, τραγούδια πλάνταζαν τὸν ἀέρα. Γλέντι μαζὶ καὶ σύγκρυο. Ἄλλος κανένας χωρισμὸς δὲν ἀναγκάζει τόσο τὴν καρδιὰ νὰ δείχνεται χαιράμενη, ἐκεῖ ποῦ λυώνει ἀπὸ τὸ φαρμάκι της. Ποῦ νὰ κλάψῃς!

Ἔφτασαν τέλος στὴ Βεγγάζη. Ἔφτασαν δυό, ἔφτασαν πέντε, δέκα-εἴκοσι τὰ ντεπόζιτα. Ἔφτασαν κ’ ἔρριξαν κάτω σὰν παιδιά τους τὶς μηχανές, δυὸ καὶ τέσσερες τὸ καθένα. Ἡ ἔρμη θάλασσα τῆς Ἀφρικῆς βούϊζε πάλι ἀπὸ γέλια καὶ τραγούδια· οἱ κόρφοι της ἀνοίχτηκαν ν’ ἀγκαλιάσουν πάλι τὴ λεβεντιὰ τῆς Ὕδρας, τῆς Αἴγινας, τοῦ Πόρου καὶ τῆς Κάλυμνος. Πᾶσα ἡμέρα μὲ τὴν κονταυγή, τὰ πανάκια φύτρωναν στὴ γαλανὴ ἁπλωσιὰ τριάντα μίλια, σαράντα, πέρα στὸ πέλαγο κι’ ἄρχιζε τὸ κινδυνεμένο ἔργο. Ἕνας ἀνέβαινε, ἄλλος κατέβαινε. Κατέβαινε φτωχὸς κι’ ἀνέβαινε πλούσιος.

Ὁ πατέρας σου ὅμως ἦταν ὁ ἀτυχώτερος ἐκείνῃ τὴ χρονιά. Μόλις ἔφτανε κάτω, ἔφευγε τὸ σφουγγάρι ἀπὸ τὰ μάτια του. Καθότανε ὥρα, ἔφερνε γύρα παντοῦ, ψαχούλευε καὶ τὰ θαλάμια ἀκόμη, ὥς που τὸν ἀνέβαζαν μὲ τὴ βία. Μὲ ὅλη του ὅμως τὴν ἐπιμονή, δὲν κατόρθωνε νὰ ρίξῃ στὸ δίχτυ παρὰ καμμιὰ κιμούχα, κανένα σφόγγο. Ποῦ καὶ ποῦ ν’ ἀνε-