χονται μὲ τὶς βάρκες νὰ πάρουν τὴν πηγὴ καὶ τρέχουν οἱ ἀσπροφλόκατοι, παίζοντας τὰ γιαταγάνια καὶ χτυπῶντας τὰ σκουροντούφεκα, νὰ τοὺς ρίξουν πάλι στὴ θάλασσα. Ὄχι μιά, ὄχι δυὸ μὰ δεκαείκοσι φορὲς τὸ χρόνο, τὸ νερὸ στολίζεται μὲ τὸ αἷμα τῶν παιδιῶν μας καὶ ἡ πύρινη ἀμμουδιὰ δαγκώνεται ἀπὸ τὰ κεφάλια τῶν Ἀραπάδων καὶ τὸ ἀκρογιάλι ἀναστατώνεται ἀπὸ πατήματα καὶ ἄρματα σπασμένα καὶ κορμιά, σὰν νὰ πάλαιψαν δράκοι. Ἔτσι ἔγινε καὶ φέτος καὶ πολλοὶ καπετᾶνοι ἔκλαιγαν τοὺς ναῦτές τους. Τοὺς ναῦτες ὄχι· μήπως ἐκεῖνοι τοὺς γέννησαν; Τὰ χαμένα χρήματά τους ἔκλαιγαν. Καὶ τὰ περισσότερα εἶχε χαμένα ὁ Πέτρος Πίπιζας. Κάπου δεκαπέντε χιλιάδες δραμές. Ἄφησε τὴ ζημιά· δὲν εἶχε κι’ ἀνθρώπους νὰ κάμῃ τὴ δουλειά του. Δός του λοιπὸν βουτιὰ στὴ βουτιά· ἀτμὸς ἡ μηχανή! Κ’ ἔτσι ὅμως δὲν ἔμενε εὐχαριστημένος· ὅλο γρίνια καὶ φωνές:
— Διαβολόσπορε!… Δούλευε τὸ σταυρό σου!… Μέσα τὸ Θεό σου κεραταΐμ-κερατᾶ! Ἀμμή!… τὰ καταστόρικα ἤξερες νὰ τὰ πετᾷς σὰν παλιόπανα στοὺς βιολιτζῆδες!
Ὁ πατέρας σου ἔσκυβε τὸ κεφάλι, καὶ δὲν ἔβγαζε μιλιά. Ἦρθε καὶ γάτιασε ἀπὸ τὸ κακό του. Πρώτη φορὰ ὁ Ραφαλιᾶς ἄκουε στ’ ὄνομά του τέτοια γλῶσσα.
— Τ’ ἔχεις μωρὲ ἀδερφὲ κ’ ἔγινες ἔτσι; τὸν ρωτᾷ μιὰ Κυριακὴ ποῦ σμίξανε ὁ δικός μου. Μπᾶς κ’ ἔμαθες κακὸ χαμπέρι ἀπὸ τὸ σπίτι; Μὴν πέθανε ἡ μάννα μας; μὴν ἀρρώστησε ἡ Χρυσούλα;