Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/9

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Ἡ θάλασσα7

σκουληκιασμένη γαλέτα, τυρὶ-τεμπεσίρι στὴν ἀποθήκη τοῦ Καλιγέρη βρισκότανε. Κι’ ὁ λόγος του πάντα προσταγή, ἀγριοβλαστήμια καὶ βρισίδι. Μόνον ἀπελπισμένοι πήγαιναν στὴ δούλεψή του. Μὰ ὁ μαγνήτης ποῦ ἔσερνε τὴν ψυχή μου, ἔκαμε νὰ τὰ λησμονήσω ὅλα. Νὰ πατήσω μιὰ στὴν κουβέρτα, ἔλεγα, καὶ δουλειὰ ὅση θές.

Ἀληθινὰ ρίχτηκα στὴ δουλειὰ μὲ τὰ μοῦτρα. Ἔκαμα παιγνίδι τὶς ἀνεμόσκαλες. Ὅσο ψηλότερα ἡ δουλειά, τόσο πρόθυμος ἐγώ. Μπορεῖ ὁ θεῖος μου νὰ ἤθελε νὰ παιδευτῶ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ γιὰ νὰ μετανιώσω. Ἀπὸ τὴν πλύση τῆς κουβέρτας στὸ ξύσιμο· ἀπὸ τὸ ράψιμο τῶν πανιῶν στῶν σχοινιῶν τὸ πλέξιμο· ἀπὸ τὸ λύσιμο τῶν ἀρμένων στὸ δέσιμο. Τόρα στὴν τρόμπα· τόρα στὸν ἀργάτη· φόρτωμα-ξεφόρτωμα, καλαφάτισμα, χρωμάτισμα πρῶτος ἐγώ. Πρῶτος; πρῶτος· τί μ’ ἔμελε; Μοῦ ἔφτανε πῶς ἀνέβαινα ψηλὰ στὴ σταύρωση κ’ ἔβλεπα κάτω τὴ θάλασσα νὰ σχίζεται καὶ νὰ πισωδρομεῖ ὑποταχτική μου. Τὸν ἄλλο κόσμο, τοὺς στεριανούς, μὲ θλίψη τοὺς ἔβλεπα.

— Ψέ!… ἔλεγα μὲ περιφρόνηση. Ζοῦνε τάχα κι’ ἐκεῖνοι!…

Ἀπάνω στὸ μεθύσι μου ἀκούω τὴ φωνὴ τοῦ καπετάνιου νὰ βροντᾷ δίπλα μου.

— Μάϊνα πανιά!… Μάϊνα καὶ στίγγα πανιά!…

Τρόμαξα καὶ τρέχω πίσω ἀπὸ τοὺς ναῦτες. Πηδοῦν ἐκεῖνοι στοὺς φλόκους· κοντὰ καὶ γώ. Σκαρφαλώνουν στὶς σταύρωσες, ἀπάνω καὶ γώ. Σὲ πέντε λεφτὰ τὸ μπάρκο ἔμεινε ξυλάρμενο. Μὰ ὁ καπεντάνιος δὲν ἔπαυε