Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/8

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
6Λόγια τῆς πλώρης

τὶς φωνὲς τῶν ναύτων, ποῦ γύριζαν τὸν ἀργάτη καὶ τὰ καταβοδώματα τῶν γυναικῶν, ἡ ψυχή μου πετοῦσε θλιβερὸ πουλάκι ἀπάνω του. Τὰ σταχτόμαυρα πανιά, τὰ ὁλοφούσκωτα· σχοινιὰ τὰ κοντυλογραμμένα· τὰ πόμολα ποῦ ἄφιναν φωτεινὴ γραμμὴ ψηλὰ μ’ ἔκραζαν νὰ πάω μαζί τους, μοῦ ἔταζαν ἄλλους τόπους, ἀνθρώπους ἄλλους, πλούτη, χαρές, φιλιά. Καὶ νυχτόημερα ἡ ψυχή μου κατάντησε ἄλλον πόθο νὰ μὴν ἔχῃ παρὰ τὸ ταξεῖδι. Ἀκόμη καὶ τὴν ὥρα ποῦ ἐρχόταν πικρὸ χαμπέρι στὸ νησὶ καὶ ὁ πνιγμὸς πλάκωνε τὶς ψυχὲς ὅλων καὶ χυνόταν βουβὴ ἡ θλίψη ἀπὸ τὰ ζαρωμένα μέτωπα ὣς τ’ ἄψυχα λιθάρια τῆς ἀκρογιαλιᾶς· ὅταν ἔβλεπα τὰ ὀρφανόπαιδα στοὺς δρόμους καὶ τὶς γυναῖκες μαυροφόρες, ἀπαρηγόρητες τὶς ἀρεβωνιαστικές· ὅταν ἄκουα νὰ διηγοῦνται ναυαγοὶ τὸ μαρτύριό τους, πεῖσμα μ’ ἔπιανε ποῦ δὲν ἤμουν καὶ γὼ μέσα· πεῖσμα καὶ σύγκρυο μαζί.

Δὲν κρατήθηκα περισσότερο. Ἔλειπε ὁ πατέρας μὲ τὴ σκούνα στὸ ταξεῖδι. Μίσευε κι’ ὁ καπετὰν Καλιγέρης ὁ θεῖος μου γιὰ τὴ Μαύρη θάλασσα. Τοῦ ἔπεσα στὸ λαιμό· τόν παρακάλεσε καὶ ἡ μάννα μου ἀπὸ φόβο μὴν ἀρωστήσω· μὲ πῆρε μαζί του.

— Θὰ σὲ πάρω, μοῦ λέει, μὰ θὰ δουλέψῃς· τὸ καράβι θέλει δουλειά. Δὲν εἶνε ψαρότρατα νἄχῃς φαῒ καὶ ὕπνο.

Τὸν φοβόμουνα πάντα τὸ θεῖο μου. Ἦταν ἄγριος καὶ κακὸς σὲ μένα, ὅπως καὶ στοὺς ναῦτες του. Κάλλιο σκλάβος στ’ Ἀλιτζέρι — παρὰ μὲ τὸν Καλιγέρη, ἔλεγαν γιὰ νὰ δείξουν τὴν ἀπονιά του. Ὅ,τι παστὸ παλιοκρέατο, μουχλιασμένος μπακαλάος, ἀλεύρι πικρό