Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/7

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Ἡ θάλασσα5

τὰ λόγια τους. Τὰ βιβλία – πήγαινα στὸ Σχολαρχεῖο θυμοῦμαι – τὰ ἔκλεισα γιὰ πάντα. Τίποτα δὲν ἔβρισκα μέσα νὰ συμφωνῇ μὲ τὸν πόθο μου. Ἐνῷ ἐκεῖνα ποῦ εἶχα γύρω μου, ψυχωμένα κι’ ἄψυχα, μοῦ ἔλεγαν μύρια. Οἱ ναῦτες μὲ τὰ ἡλιοκαμένα τους πρόσωπα καὶ τὰ φανταχτερὰ ροῦχα· οἱ γέροντες μὲ τὰ διηγήματά τους· τὰ ξύλα μὲ τὴ χτυπητὴ κορμοστασιά, οἱ λυγερὲς μὲ τὰ τραγούδια τους:

Ὂμορφος ποῦ ’νε ὁ γεμιτζῆς, ὅταν βραχῇ κι’ ἀλλάξῃ
καὶ βάλῃ τ’ ἄσπρα ροῦχα του καὶ στὸ τιμόνι κάτσῃ.

Τὸ ἄκουα ἀπὸ τὴν κούνια μου κ’ ἔλεγα πῶς ἦταν φωνὴ τοῦ νησιοῦ μας, ποῦ παρακινοῦσε τοὺς ἄντρες στὴ θαλασσινὴ ζωή. Ἔλεγα πότε καὶ γὼ νὰ γίνω γεμιτζῆς καὶ νὰ κάτσω θαλασσοβρεμένος στὸ τιμόνι. Θὰ γινόμουν ὄμορφος τότε, παλλήκαρος σωστός· θὰ μὲ καμάρωνε τὸ νησὶ, θὰ μὲ ἀγαποῦσαν τὰ κορίτσια! Ναί· τὴν ἀγαποῦσα τὴ θάλασσα! Τὴν ἔβλεπα νὰ ἁπλώνεται ἀπὸ τ’ ἀκρωτῆρι ὣς πέρα, πέρα μακριά, νὰ χάνεται στὰ οὐρανοθέμελα σὰν ζαφειρένια πλάκα στρωτή, βουβὴ καὶ πάσχιζα νὰ μάθω τὸ μυστικό της. Τὴν ἔβλεπα ὠργισμένη ἄλλοτε, νὰ δέρνῃ μὲ ἀφροὺς τ’ ἀκρογιάλι, νὰ καβαλικεύῃ τὰ χάλαρα, νὰ σκαλώνῃ στὶς σπηλιές, νὰ βροντᾷ καὶ νὰ ἠχάῃ, λὲς καὶ ζητοῦσε νὰ φτάσῃ στὴν καρδιὰ τῆς Γῆς γιὰ νὰ σβύσῃ τὶς φωτιές της. Κ’ ἔτρεχα μεθυσμένος νὰ παίξω μαζί της, νὰ τὴ θυμώσω, νὰ τὴν ἀναγκάσω νὰ μὲ κυνηγήσῃ, νὰ νιώσω τὸν ἀφρό της ἀπάνω μου, ὅπως πειράζουμε ἀλυσοδεμένα τ’ ἀγρίμια. Καὶ ὅταν ἔβλεπα καράβι νὰ σηκώνῃ τὴν ἄγκυρα, νὰ βγαίνῃ ἀπὸ τὸ λιμάνι καὶ ν’ ἀρμενίζῃ στ’ ἀνοιχτά· ὅταν ἄκουα