Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/10

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
8Λόγια τῆς πλώρης

νὰ φωνάζῃ, νὰ βρίζῃ καὶ νὰ βλαστημᾷ. Τὸν κυτάζω, ἀνάθεμα καὶ κατάλαβα τὶ ἔλεγε.

— Μωρὲ τί τρέχει; ρωτάω τὸ διπλανό μου, ἐκεῖ ποῦ δέναμε τὸν παπαφίγγο.

— Ἡ τρόμπα, δὲ βλέπεις; Ὁ σίφουνας!

Σίφουνας! ἔφριξα. Ἀκουστὰ εἶχα τὰ θάματά του· πῶς σαρώνει ὅ,τι λάχῃ στὸ διάβα του· σχίζει πανιά, ρίχνει κατάρτια, γονατίζει πλεούμενα. Τόρα τὸν ἔβλεπα μὲ τὰ μάτια μου. Δὲν ἦταν ἕνας· ἦταν τρεῖς-τέσσερες. Οἱ δύο κατὰ τὸ Βατούμ· οἱ ἄλλοι δίπλα στ’ ἀνοιχτά. Κ’ ἐμπρός μας ὁ Καύκασος σκουντούφλης, ἔδειχνε τὰ χαλαρόφραχτα περιγιάλια του. Ὁ οὐρανὸς συγνεφοσκεπασμένος, ἡ θάλασσα μαυριδερὴ μ’ ἕνα ἐλαφρὸ τρέμουλα, σὰν νὰ εἶχε ἀνατριχίλια. Πρώτη φορὰ ποῦ εἶδα φοβισμένη τὴ φιλενάδα μου.

Ὁ ἕνας σίφουνας λιγνός, καμαρωτὸς σὰν προβοσκίδα ἐλέφαντα κρεμόταν στὰ νερὰ μαῦρος καὶ ἀκίνητος. Ὁ ἄλλος χοντρός, ὁλόϊσος, κόπηκε ἄξαφνα στὴ μέση σὰν καπνοκολῶνα, σκόρπισε ἡ βάση του καὶ ἀπόμεινε γλωσσίδι, κρεμάμενο ἀπὸ τὰ σύγνεφα. Εἶδα νὰ τεντώνῃ τὸ λαιμό του ἐδῶ καὶ κεῖ, νά κινῇ τὶς φοῦντες του σὰν φιδόγλωσσες, λὲς καὶ ζητοῦσε κάτι στὰ νερὰ καὶ ἔξαφνα νὰ κουλουριάζεται καὶ νὰ φωλιάζῃ στὰ σύσκοτα. Ὁ τρίτος ὅμως σταχτόμαυρος, σὰν κορμὸς λεύκας, ἀφοῦ ρούφηξε καὶ πρίσθηκε καλά, δραμπαλίστη καὶ βάδισε καταπάνω μας.

— Κάτου μωρέ! κάτου! ἀκούω φωνὴ ἀπὸ τὸ κάσαρο.

Γυρίζω· οἱ ναῦτες εἶχαν κατεβῇ. Ἐγὼ ἀγκαλιασμένος καλὰ στὸ κορζέτο ξεχάστηκα κυτάζοντας τὸ