θάμα. Γλύστρησα δίπλα στὸν καπετάνιο. Τὸν Βλέπω μὲ μάτια γουρλωμένα νὰ κυτάζῃ τὸ στοιχειό. Στὸ δεξὶ χέρι κρατοῦσε ἕνα μαυρομάνικο λάζο κ’ ἔστεκε πίσω στὸ πριμιὸ κατάρτι, σὰν νὰ ἔβανε μετερίζι. Κοντὰ ὁ ναύκληρος γέμιζε βιαστικὰ τὸ σκουριασμένο τρομπόνι καὶ γύρω οἱ ναῦτες, κύταζαν πότε τὸν οὐρανό, πότε τὴ θάλασσα κερωμένοι.
Ὁ σίφουνας ὡστόσο πλάκωνε φτεροπόδαρος, ρουφῶντας τὸ νερὸ καὶ τινάζοντάς το στὸν οὐρανό, μαύρη καταχνιὰ κι’ ἀντάρα. Τόρα ἔλεγες θὰ μᾶς γδύσῃ τὸ καράβι ἢ θὰ τὸ σηκώσῃ σύσκαρμο ψηλά. Ἔτσι ἔφτασε δύο ὀργυὲς μακριά μας. Ἔφεγγε ὁλοστρόγγυλος, ξανθοπράσινος, σὰν καπνισμένο κρύσταλλο καὶ μέσα του ἀνεβοκατέβαινε τὸ ἔμβολο, λὲς καὶ ἤθελε νὰ σβύσῃ μεγάλη πυρκαγιὰ στὰ ἐπουράνια.
— Βάρα! προστάζει ὁ καπετάνιος.
Ὁ ναύκληρος ἀδειάζει ἀπάνω του τὸ τρομπόνι. Παλιόκαρφα, μολύβια, στουπιά, ὅλα χώνεψαν στὰ πλευρά του. Φάνηκε νὰ τρεμουλιάζῃ καὶ σταμάτησε. Δοκίμασε πάλι νὰ κινηθῇ, ἔκαμε δυὸ κλωθογυρίσματα στὸν τόπο καὶ στάθηκε πάλι σμίγοντας τὴ θάλασσα μὲ τὸν οὐρανό.
— Δὲν κάναμε τίποτα· εἶπε πικραμένος ὁ καπετάνιος στὸ ναύκληρο.
— Τὸ βλέπω καὶ γώ. Κάνε τὴν πεντάλφα, καπετάνιε, καὶ τὸ κρῖμα τὸ παίρνω.
— Θεέ μου ἥμαρτον· ψιθύρισε ἀποφασιστικά ἐκεῖνος κάνοντας τὸ σταυρό του.
Καὶ μὲ τὸ λάζο χάραξε μιὰ πεντάλφα ἀπάνω στὸ κατάρτι καὶ εἶπε τρεῖς φορές: