— Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος. Καὶ κάρφωσε τὸ μαχαῖρι στὴ μέση τῆς πεντάλφας σὰν νὰ τὸ κάρφωνε στὰ σπλάχνα τοῦ θεριοῦ.
Βρόντος ἀκούστηκε, λὲς κ’ ἔσκασε κανόνι καὶ μέγα κῦμα κύλισε ἀπάνω στὸ κατάστρωμα. Σύγκαιρα ὁ Καύκασος ἄστραψε καὶ βρυχήθη τρανολάλητα, δρόλαπας ἐξέσπασε κ’ ἡ θάλασσα ἡ φοβισμένη ἄφρισε τόρα καὶ μάνιασε ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη τοῦ πόντου.
— Ἴσα πανιά! πρόσταξε ὁ καπετάνιος γοργά. Τὶς γάμπιες! τοὺς φλόκους! τὰ τρέγα!… Κατσάρετε τὶς σκότες!
Ἀνοίξαμε τὰ πανιὰ καὶ τὸ μπάρκο ἔπιασε πάλι τὴ γραμμή του.
Τρεῖς βδομάδες ἀργότερα κατεβήκαμε στὴν Πόλη φορτωμένοι. Ἐκεῖ ἔλαβα πρῶτο γράμμα τῆς μάννας μου. Πρῶτο γράμμα, πρῶτο μαχαίρι στὴν καρδιά μου.
«Παιδί μου, Γιάννη μου· ἔλεγε ἡ γριά. Ὄταν γυρίσῃς πάλι στὸ νησὶ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ἅϊ Νικόλα καὶ τὴν εὐκή μου, δὲ θὰ ἦσαι πιὰ καπετάνιου παιδί. Πάει ὁ πατέρας σου, ἡ ὄμορφη σκούνα πάει· πᾶνε οἱ δόξες μας! Τὰ ρούφηξε ὅλα ἡ Μαύρη θάλασσα. Τόρα δὲν ἔχεις τίποτα παρὰ τὸ χαμόσπιτο, ἐμένα τὴν ἄφτουρη καὶ τὸ Θεό. Γειὰ στὰ χέρια σου! Δούλεψε, παιδί μου, καὶ τίμα τὸ θεῖο σου. Ἂν σοῦ μένει κάποτε ξεδούλειο στέλνε το ν’ ἀνάβω τὸ καντήλι τοῦ Ἅγιου γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ πατέρα σου.»