Σταύρωσα τὰ χέρια μου, κύταξα μὲ βουρκωμένα μάτια τὴ θάλασσα. Τὰ λόγια τῆς γραφῆς μοῦ φάνηκαν ἀπόφωνο στὰ λόγια τοῦ πατέρα μου. Τόσα χρόνια καραβοκύρης καὶ τόρα ἡ χήρα του πρόσμενε τὸ δικό μου ξεδούλειο, γιὰ νά κάμῃ τά κόλλυβά του. Καὶ κείνου τὸ κορμί, τὰ σιδερένια μπράτσα ποιὸς ξέρει τάχα σὲ τί χάλαρα δέρνονται, ποιὸς γλάρος τὰ πετσοκόβει, ποιό κῦμα νὰ λευκαίνῃ τὰ ψιλόλιγνα κόκκαλα!
— Ὠϊμέ! Ἀνταμώσαμε γιὰ ὕστερη φορὰ μόλις μπῆκε στὴ Θεοδόσια. Καθὼς μὲ εἶδε ψηλὰ νὰ μαϊνάρω τὸν τρίγγο, ἔκαμε τὸ σταυρό του κ’ ἔμεινε ἄφων’ ἄλαλος.
— Τὶ τὸν κυτᾷς, καπετὰν Ἀγγελῆ; τοῦ φωνάζει ὁ Καλεγέρης· δὲν τὸν ἀλλάζω μὲ τὸν καλήτερο ναύτη σου.
Ἐγὼ διπλοπαρακάλουν ν’ ἀνοίξῃ ἡ θάλασσα νὰ με καταπιῇ. Ὅσο ἔνοιωθα ἀπάνω μου τὸ βλέμμα του, ἡσυχία δὲν ἔβρισκα. Ἔτρεχα βιαστικός, ἀπὸ τὴ μιὰν ἄκρη στήν ἄλλη, κατέβαινα στὴν πλώρη, ἀνέβαινα στὸ κάσαρο, πέρναγα στὶς στραλιέρες, ἔπιανα τὸν ἀργάτη, δούλευα τὴν τρόμπα. Ἐκεῖνος κατάλαβε πῶς τὰ εἶχα σαστισμένα καὶ δὲ σηκώθηκε ἀπὸ τὴ θέση του· μόνον μὲ ἀκολουθοῦσε μὲ βλέμμα παραπονιάρικο σὰν νὰ μ’ ἔβλεπε στὸ νεκροκρέβατο.
Τὴν ἄλλη μέρα μ’ ἔμπλεξε ποῦ πήγαινα στὴν πόλη. Μόλις τὸν ἀγνάντεψα θέλησα νὰ κρυφτῶ· ἀλλ’ ἀπὸ μακριὰ τόσο προσταχτικὸ ἦταν τὸ νόημά του, ποῦ τὰ πόδια μου κόπηκαν.
— Βρέ, παιδί μου, τὶ ἔπαθες; μοῦ λέει. Τὸ σκέφτηκες καλὰ τὶ θὰ κάμῃς;