Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/81

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Βιοπαλαιστὴς79

τσα, ἄλλοι στὶς κόστες, ἄλλοι στὰ στράλια. Τὸ βάρυπνο ξύλο ξύπνησε ψυχωμένη κι’ ἀράθυμη Γοργόνα.

— Στὴ βάρκα σου, καπετὰν Βασίλη! γυρίζει σὲ μένα· στὴ βάρκα σου καὶ μᾶς σήκωσε. Τὸ φαγὶ τὸ φυλάω γι’ ἄλλη φορά, σὰν ξανανταμωθοῦμε μὲ τὸ καλό.

Ἄνεμο μᾶς ἔβγαλε ὁ Καράμπαμπας. Σφύριζε ἄγριος κι’ ἀνατάραζε ἀπ’ ἄκρη σὲ ἄκρη τὴ θάλασσα. Τὰ ξύλα ξένιαστα, τ’ ἅρπαξε στὴν τρελλή του δύναμη καὶ τὰ σκόρπισε φτερὰ σὲ ὅλο τὸ πέλαγο. Ἄλλα ἔρριξε στὸν ἄμμο τῆς Τρωάδας, ἄλλα ἔχωσε στὸ λιμάνι τῆς Τένεδος, ἄλλα διπλάρωσε στὸ Σίγκρι, ἄλλα ξώρισε κάτω γιὰ τὸ κανάλι τῆς Μάλτας. Ἄλλο δρόμο εἶχαν, ἀλλοῦ τἄστειλε.

Πηδάω στὴ βάρκα καὶ τρέχω στὸ μπρίκι. Ὁ γραμματικός μου κατάφερε νὰ κρατήσῃ τὸν «Ταξιάρχη» κ’ ἔπεσα μέσα. Σοβράνο ἦρθα στὸ μπαρκομπέστια τοῦ καπετὰν Τραγούδα γιὰ νὰ πιάσω τὴ γραμμή μου. Ἀλλὰ βλέπω ἐκεῖ μεγάλη ταραχή. Ναῦτες ἔτρεχαν, βάρκες ἔρριχναν στὴ θάλασσα, φωνὲς-κακὸ σὰν νὰ βούλιαζε ἄξαφνα τὸ πλεούμενο. Ὁ καπετάνιος ὀρθὸς στὸ κάσαρο, ξεσκούφωτος, κατακόκκινος, βλαστημοῦσε κ’ ἔβριζε, κινῶντας τὰ χέρια σὰ φτερωτές.

Ὀρθοπλωρίζω δύσκολα καὶ ρωτάω.

— Τ’ εἶνε, μωρέ; τί πάθατε; βοήθεια θέλτε;

— Ὁ Μανωλιός μας πνίγηκε!… ὁ Μανωλιός μας χάθηκε!… θρηνολογεῖ ὁ καπετὰν Τραγούδας.

Ἡ καταστροφὴ ἔλυωσε τὸ χιόνι τῆς καρδιᾶς του… Κακόμοιρο παιδί! Νερὸ πῆγε νὰ σύρῃ μὲ τὸν κουβᾶ, παραπάτησε στὸ ξύλο, ἔπεσε πάει. Ὅσο κι’ ἂν γύρεψαν οἱ βάρκες, πουθενὰ δὲν τὸν ἧβραν. Τὸ κῦμα ζηλιάρικο τὸν σφιχτόδεσε στὴν ἀγκαλιά του, γιὰ πάντα τὸν κράτησε. Τάχα ἔκαμε τὴν ὑπόσχεσή του; Ποιὸς ξέρει.— Μὰ ὁ βιοπαλαιστὴς ἀναπαύθηκε.