Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/80

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
78Λόγια τῆς πλώρης

καρδιά μου κ’ ἔπεσα ἀναίσθητος. Ἀπὸ τότε δὲν ἔχω πιὰ ὄρεξη γιὰ δουλειά· οὔτε γιὰ ζωή. Μὲ φωνάζει ἀκαμάτη ὁ θεῖός μου, κ’ ἔχει δίκηο· τὸ καταλαβαίνω πῶς ἔχει δίκηο. Μὰ τί νὰ κάνω; Ὥς ἐδῶ ἦταν ἡ συρμή μου. Ἔσωσα, πές, τὸ κάρβουνό μου, ἔσβυσαν οἱ φωτιές, κρύωσαν τὰ λεβέτια καὶ στάθηκα. Καὶ καλὰ ποῦ ἔφτασα ὥς ἐδῶ! Φαντάσου, ἂν ἔμενα καταμεσὶς τοῦ δρόμου, ν’ ἀφήσω τὴν ἀδερφούλα μου παραπονεμένη!… Τόρα—ὥρα μου· δὲ δίνω μιὰ πεντάρα. Ἄσπρος ἄγγελος μονάχα κι’ ἄς ἔρθῃ τὸ γρηγορώτερο. Κ’ ἔλεγε τὰ λόγιά του τόσο μετρημένα, τόσο ἁπλᾶ, ποῦ πίστεψα πῶς ἤθελε νὰ πείσῃ ὄχι ἐμέ, ἀλλὰ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Τὸ μελαχροινὸ πρόσωπο, τὰ μεγάλα θαλασσὰ μάτια του, τὰ γενάκια του τὰ καστανὰ καὶ τὰ σγουρὰ μαλλιά του ἔδιναν τόση σοβαρότη στὰ λόγια του, ποῦ μ’ ἔπιανε σεβασμός. Δὲν τολμοῦσα νὰ τὸν ἀντισκόψω. Τίποτα ἀπάνω του δὲν ἔδειχνε τὴν ἀπελπισία. Ὅλα του ἥσυχα σὰν τὴ θάλασσα ποῦ μᾶς κρυφάκουε. Μόνον τὰ χείλη του μιὰ-δυὸ φορὲς σπαρτάρισαν ἄξαφνα, λὲς καὶ φλόγα ὁ λόγος ἔβγαινε ἀπὸ τὰ φυλλοκάρδιά του.

Τόλμησα τέλος κάτι νὰ τοῦ εἰπῶ, νὰ τοῦ ἀλλάξω τὸν νοῦ.

— Μὰ παιδί μου!…

Ἀλλὰ μόλις ἄρχισα καὶ βλέπω τὸν καπετὰν Τραγούδα νὰ πηδάῃ ἀπάνω.

— Στὰ πόστα σας! προστάζει μὲ ἄγρια φωνή. Βάλε τὸ τιμόνι στὴ μπάντα! —Ἄλα, μόλα γάμπια!… Μπούκα τουρκέτο!…

Τρέχουν οἱ ναῦτες ἀπάνω-κάτω. Ἄλλοι στὰ μπρά-