Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/82

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Ο ΕΚΔΙΚΗΤΗΣ


ΕΙΜΑΣΤΕ ἄντρες ἐμεῖς· ὅ,τι καὶ νὰ εἰπῇς, εἴμαστε ἄντρες! εἶπε ὁ ὑποναύκληρος καθισμένος ἀνάμεσα στὸ πλήρωμα. Ἕλληνας! σοῦ λέει ὁ ἄλλος· δὲν εἶνε παῖξε-γέλασε. Ἔχουμε τὰ κακά μας—δὲ λέω· πήραμε δρόμο στραβό, σὰν τὸ κακοκυβερνημένο πλεούμενο· μὰ δὲν εἴμαστε καὶ ντίπ! γιὰ πέταμα. Καὶ νὰ εἴμαστε γιὰ πέταμα, πάλι δὲ θὰ χαθοῦμε. Θέλουμε δὲ θέλουμε θὰ ζήσουμε. Θὰ ζήσουμε καὶ θὰ θεριέψουμε καὶ θὰ δοξασθοῦμε, ὅπως καὶ πρῶτα. Το σιδερόξυλο—σιδερόξυλο εἶνε, ὅσο κι’ ἂν τὸ κουτσουρέψῃς· ὅσο κι’ ἂν τοῦ μαδήσῃς τὴν κορφή, ἂν τοῦ ζεματίσῃς τὰ φύλλα, ἂν τοῦ πριονίσῃς τὰ κλαδιά. Ὁ λέοντας, λέοντας λέγεται, ὅσο κι’ ἂν τοῦ ψαλλιδίσῃς τὴ χήτη, ἂν τοῦ κόψῃς τὴν οὐρά, ἂν τοῦ βγάλῃς τὰ νύχια, ἂν τοῦ ξερριζώσῃς τὰ δόντια. Φτάνει τὸ βρούχημά του νὰ σὲ πάῃ ριπιτί. Τὸ ἔχει τὸ σκαρί μας, ναί· τὸ θέλ’ ἡ τύχη μας νὰ εἴμαστε πάντα μεγάλοι. Ὅπου κι’ ἂν γυρίσῃς σὲ στεριὲς καὶ θάλασσες, σὲ νότο καὶ βοριᾶ, σ’ ἀνατολὴ καὶ δύση, θὰ τὸ ἰδῇς γραμμένο. Καὶ γραμμένο ὄχι μὲ ἀνθρώπινο κοντύλι, ἀλλὰ μὲ τὸ ἴδιο χέρι, τὸ παντοδύναμο χέρι τοῦ Δημιουργοῦ. Εἴμαστε ἄντρες σοῦ λέω!

Νά, κοίταξε στὴν Ἀνατολή, Ἐκεῖ βγαίνει ὁ ἥλιος,