Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/77

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Βιοπαλαιστὴς75

πονα τὸ στῆθός τους. Δύο-τρεῖς σκυμμένοι κάτω ἔβλεπαν τὸ στεκάμενο νερὸ καὶ βλαστημοῦσαν, ἔφτυναν ἀπάνω του μὲ θυμό. Ἕνας ἐρέθιζε τὸ μαῦρο καραβόσκυλο νὰ ριχθῇ στὴ γάτα. Ὁ ὑποναύκληρος μὲ ἄλλους δυό, μπάλωναν στὴν πλώρη ἕνα πανί· καὶ οἱ λοιποὶ ὀρθοστεκάμενοι μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα, τὴν πίπα στὸ στόμα σήκωναν τὰ μάτια στὰ πανιὰ μὲ ἀγωνία. Τί τὰ κοίταζαν; Ψώφια ἔστεκαν στὴ θέση τους, ἀφούσκωτα, νυσταγμένα καὶ τοὺς ἴσκιους ἔρριχναν συγχισμένους μὲ τοὺς ἴσκιους τῶν καταρτιῶν, τῶν μακαράδων, τῶν σχοινιῶν, ἕναν ἀπάνω στὸν ἄλλον, ὥς κάτω στὸ πενταπάστρικο κατάστρωμα.

Γιὰ μένα, γιὰ τὴν πεῖνά μου ἥβρεμα ἦταν ἡ κουβέντα τοῦ Μανωλιοῦ καὶ ξακολουθοῦσα νὰ τὸν πειράζω ἀλύπητα.

— Ἔχει γρόσα;

— Οὔ! ἄμετρα.

— Ἔχει γλῶσσα;

— Κατὰ τὸν καιρό. Τόρα εἶνε ἄλαλη· μὰ σὰν θυμώσῃ κουφαίνεσαι νὰ τὴν ἀκοῦς.

Κι’ ὅλο χαμογέλαε. Ἐγὼ ἐπίμενα.

— Ξέρει τραγούδια;

— Θάλασσα.

— Εἶνε ἄσπρη, μαύρη, γαλανή, μελαχροινή;

— Γαλανή.

Τὸ εἶπε σοβαρά· στύλωσε τὰ μάτια του στὸ κουφὸ κῦμα μὲ τόση τρυφεράδα ποῦ πάγωσα. Δὲν κοιτάζει ἀγαπητικὸς μὲ τόσον πόθο τὴν ἀγαπητική του. Ἀλλὰ καὶ κεῖνο ἀνάθεμά το—ναὶ τὸ νερό, ποῦ ἦταν πήχτρα μπρός μας—ἔκαμε ἄξαφνα κάτι σοῦφρες καὶ