Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
74Λόγια τῆς πλώρης
Προχτὲς στὴν Πόλη ἔλαβα γράμμα καὶ μοῦ ’λεγε πῶς ἔκαμαν τὸ γάμο στὶς δεκαπέντε τοῦ Μαρτιοῦ. Ἤπιαν λέει καὶ στὶς χαρές μου· τὶς δικές μου χαρές!…
Εἶπε τὰ τελευταῖα λόγια του μὲ τέτοιο ἀνάμπαιγμα ποῦ ἀνατρίχιασα. Νομίζεις πῶς τοῦ εὐχήθηκαν νὰ πιάσῃ τὸν οὐρανὸ μὲ τὰ χέρια.
— Γιατὶ ὄχι; τοῦ εἶπα· ἦρθε ἡ ἀράδα σου.
— Ἡ ἀράδα μου γιὰ ταξίδι· ἀποκρίθηκε μὲ τὸ ἴδιο χαμόγελο.
— Γιὰ ταξίδι! Ἄ, τὸ φιλαράκο! γυρίζω καὶ λέω τοῦ καπετὰν Τραγούδα. Τὴν ἔχει βλέπω καὶ σημαδεμένη. Δὲ μοῦ λὲς κατὰ ποῦ; Ἀπάνω ἢ κάτω;
Δὲν ἔδειξε οὔτε τὴν Ἄσπρη οὔτε τὴ Μαύρη Θάλασσα.
— Κάτω· μοῦ κάνει, δίνοντας μπηχτή.
Δὲν ὑποψιάστηκα καὶ ἄρχισα νὰ τὸν πειράζω. Ἡ μαστίχα μοῦ κέντησε γιὰ καλὰ τὴν ὄρεξη καὶ μυριζόμουν λιμασμένος τὴν τσίκνα τοῦ μαγεριοῦ. Ἐκεῖ ἔβραζε τὸ ἀθάνατο φαγί μας. Καὶ φαίνεται δὲν ἤμουν ἐγὼ μονάχα ποῦ πεινοῦσα· ἦταν ὅλο τὸ πλήρωμα. Τί τὰ θές; Ὁ ναύτης δὲν εἶναι πλασμένος γιὰ τὸ καθησιό. Ζωή του εἶναι ἡ φουρτούνα, τὸ πέλαγο· θάνατός του ἡ γαλήνη. Μὴν τὸν ἀφίνεις νὰ συλλογιέται, γιατὶ τὸν ἔχασες. Τοὺς ἔβλεπα ὅλους τόρα νευρικούς, ἀνήσυχους, μὲ κατεβασμένα μοῦτρα νὰ γυρίζουν στὸ μαγεριό. Ἤθελαν νὰ ἕβρουν δουλειὰ μὲ τὸ φαγί. Μερικοὶ καθησμένοι στὴν κουπαστὴ ἔπαιζαν πέρα-δῶθε τὰ γυμνὰ ποδάρια τους μὲ τόση δύναμη, λὲς κ’ ἤθελαν νὰ τὰ ξεκλειδώσουν. Ἄλλοι ἀγκαλιασμένοι στὸ κατάρτι ἔσφιγγαν ζουλῶντας ἄ-