σήκωσε ὅμως καὶ τὸ ψωμὶ τῶν παιδιῶν του. Ἄφησε τέσσερα κορίτσια, τὴ γυναῖκά του καὶ τὸ Μανωλιὸ μικρὸ καὶ κόλλησε μαζί της. Οὔτε γράμμα, οὔτε λεφτὰ ἔστελνε σπίτι του. Ποῦ νὰ χορτάσῃ ὁ ρούφουλας! Τὸν μάδησε καλά, τοῦ ἔφαγε καὶ τὸ καράβι, ἔπειτα μιὰ κλωτσιὰ κι’ ὄξω ὁ καπετὰν Μαθιός. Ὄξω φτωχὸς καὶ σακατεμένος. Γυρίζει στὸ νησί, βρίσκει τὸ σπίτι πουλημένο, τὶς κόρες του ξενοδουλεύτρες, τὸ Μανωλιὸ ναυτόπουλο. Θέλησε νὰ πιάσῃ δουλειά, νὰ πληρώσῃ τὶς ἀνοησίες του, μὰ ἦταν ἀργά. Θὲς ἀπὸ τὸ πιοτό, θὲς ἀπὸ κατάχρησες δὲν ἦταν ἄξιος οὔτε φύλλο νὰ σηκώσῃ. Τὸν μάζωξαν τὰ κορίτσια του καὶ τὸν διατήρησαν ὥς που ἔκλεισε τὰ μάτια.
Ὁ Μανωλιὸς ὅμως δὲν ἀκλούθησε τὸν πατέρα του. Ρίχτηκε σύψυχος στὴ δουλειὰ καὶ τὴν οἰκονομία. Γυναῖκες δὲν ἦταν γι’ αὐτόν, ταβέρνες, παιγνίδια, καυγάδες τίποτα. Ἴσα τὸ δρόμο του. Ἔτσι κατάφερε νὰ παντρέψῃ ὥς τόρα τὶς τρεῖς ἀδερφές του, νὰ συγγενέψῃ μὲ τὰ καλήτερα σπίτια.
— Ἔ, τοῦ λέω, Μανωλιό, μόλις τὸν εἶδα. Τόρα ποῦ ἔβγαλες ἀποπάνω σου τὸ βάρος, νὰ κοιτάξουμε νὰ παντρεφτῇς καὶ σύ.
— Ἐγώ; λέει μὲ πικρὸ χαμόγελο. Ἐγὼ παντρέφτηκα. Πῆρα τέσσερες γυναῖκες.
— Τὶς ἀδερφάδες σου λές; Ἐκεῖνες μὲ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ τὶς ξέκαμες. Μένει ἀκόμα ἡ Ροῦσα· μὰ καὶ κείνη, καθὼς ἄκουσα, τὴν ἔχεις ἀρρεβωνιασμένη. Θὰ μάσῃς καὶ κείνης τὰ λίγα-πολλά της κ’ ἔπειτα νὰ σκεφτῇς γιὰ λόγου σου.
— Τὰ μάζεψα καὶ κείνης· τὰ μάζεψα καὶ τάδωκα.