Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/74

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
72Λόγια τῆς πλώρης

καὶ σὰν τὸν ἕβρῃς τρέχεις μαζί του θέλοντας καὶ μή.

Ἔκαμα καὶ γὼ κάμποσες βίζιτες. Εἶχα τὰ δικά μου, τὶς ληψοδοσίες μου. Τὸ πρωὶ ποῦ γύριζα στὸ μπρίκι ἀπὸ ἕνα Γαλαξειδιώτικο, κάνω ἔτσι καὶ βλέπω τὸν «Ἀϊνικόλα» τοῦ καπετὰν Τραγούδα. Μπρέ, σὰν τὰ χιόνια! Καιροὺς καὶ χρόνια εἶχα ν’ ἀνταμώσω τὸ φίλο μου. Δεκαπέντε κλειστά, ὅταν μίσεψε ἀπὸ τὸ νησί μας καὶ πῆγε νὰ σμίξῃ μὲ μιὰ πιπεροχήρα στὴν Ἀτάλεια. Ἔλεγαν πῶς τὸ ἦβρε καλὰ μὲ τὴ χήρα· παρᾶ μὲ οὐρά! Ἔχτισε τὸ μπαρκομπέστια καὶ φόρτωνε γιὰ λογαριασμό του. Εἶχε σπίτια, μαγαζιά, ταβέρνες, ἀποθῆκες· χοντροκαραβοκύρης σωστός!

Πηδάω στὴ σκάλα, σκαρφαλωνω ἀπάνω. Μπρὲ καλόστον! μπρὲ καλόστον! Μὰτσ-μούτσ! Μᾶς παίρνουν τὰ δάκρυα. Ἀπὸ τὰ δάκρυα πέσαμε στὸ τσιμποῦκι καὶ τὴ μαστίχα ὥστε νὰ γίνῃ τὸ φαγί.

— Ξέρεις, μοῦ λέει ὁ καπετὰν Τραγούδας· ἔχω μέσα καὶ τὸν ἀνηψιό μου τὸ Μανωλιό, τὸ παιδὶ τῆς Ζαφειρένιας!…

— Μπά! ποῦ νέ το;

Γνώριζα καλὰ τὸ Μανωλιό. Ἦταν παιδὶ μάλαμα, κάστρο καρδιά· δουλευτὴς τίμιος. Ἔκαμε χρόνο στὸ μπρίκι μου καὶ λόγο δὲν ἄλλαξα μαζί του. Ἡ ματιά μου προσταγή· ὁ λόγος μου δουλειά του. Ἦταν καὶ κεῖνος ἀπ’ τ’ ἀποπαίδια τῆς τύχης. Μόλις γεννήθηκε ἦβρε τὰ βάσανα μπρός του. Λάμια τὸν καρτέραγε ἡ δουλειά, σίδερο ἡ ἀνάγκη, θολὸ ποτάμι τοῦ γονιοῦ τὸ ἁμάρτημα. Ὁ πατέρας του ἦταν καλὸς καραβοκύρης· ἀλλὰ κάποια Κοντοσκαλιώτισα τοῦ σήκωσε τὰ μυαλά. Καὶ ἂν ἦταν τὰ μυαλά, μικρὸ τὸ κακό· τοῦ