πάφλασε ἐδεκεῖ, τινάζοντας διαμαντένιο ἀφρόδροσο, σὰν ν’ ἀνατρίχιαζε στὸ βλέμμα του.
— Μπρέ!
Μὲ τὸ πόδι κούνησα τὸν καπετὰν Τραγούδα. Ἀλλὰ κεῖνος ρουφοῦσε μακάριος τὸ τσιμποῦκι μὲ τὸν κεχριμπαρένιο λουλᾶ, μὲ τὴ φέσα ὀρθὴ στὸ κεφάλι, μὲ τὴ βράκα χυμένη λόξες στὸ κεντητὸ πεῦκι, λὲς κι’ ἀναπαυόταν ἀπάνω στὰ πλούτη του. Δὲν ἔδινε πεντάρα γιὰ τὶς κουβέντες τῶν φτωχῶν καὶ τῶν δυστυχισμένων. Ἤθελε νὰ εἶνε σκληρὸς καὶ ἄπονος. Μόνο τὸ ἐγώ του γνώριζε. Ὅταν ἔμαθε τὴν κακομυαλιὰ τοῦ γαμπροῦ του, τὴ δυστυχία τῆς ἀδερφῆς του, τῶν ἀνηψιῶν του τὴ δύσκολη ζωή, δὲν ἄπλωσε χέρι νὰ τοὺς βοηθήσῃ. Πῆγαν πολλοὶ νὰ τοῦ παραστήσουν τὴν ἀνάγκη τους, νὰ τοῦ ζητήσουν συντρομή· ἐκεῖνος τὸν κουφό.
— Καθένας, ἔλεγε, κάνει τὴν τύχη μοναχός του. Ἀλοὶ σὲ κεῖνον ποῦ περιμένει ἀπὸ ξένο χέρι! Ἀλοὶ στὸν κοῦκκο ποῦ γεννᾷ σὲ ξένη φωλιά! Ἐγώ, ναί! ἐγὼ—καὶ δὲν ἔλεγε πῶς αὐτὸς ἦταν πρῶτος κοῦκκος—μόνος μου ἦβρα τὴν τύχη μου. Τὴν ἔπιασα ἀπὸ τὰ μαλλιὰ καὶ τὴν ἔσυρα ὑποταχτική μου. Ἂς τὸ κάμουν κι’ ἄλλοι. Ἐγὼ μὴν περιμένουν νὰ τοὺς δώσω τίποτα!
Εἶπα πῶς πῆγαν ὅλοι καὶ τοῦ μίλησαν. Ἕνας μοναχὰ δὲν πῆγε· ὁ Μανωλιὸς. Φιλότιμο παιδί. Δὲν πλησίασε τὸ θειό του παρὰ σὰν ἀρρεβώνιασε καὶ τὴ Ροῦσα. Καὶ τότε ὄχι σὰ συγγενής, ἀλλὰ ναύτης. Καὶ ὁ καπετὰν Τραγούδας τὸν εἶχε ὅπως καὶ τοὺς ἄλ-