ξέρουμε τὸ τί μᾶς βρίσκει· λέει μιὰ στιγμὴ ὁ ἀνηψιὸς στὸ θεῖο του.
Χασονούσης ἐκεῖνος, δίνει του μιὰ μπάτσα καὶ στραβώνει τὴ σαγῶνά του. Καὶ ρίχνεται πάλι στὸ κρασὶ ὁ γέρος· ρίχνονται τὰ δυὸ παιδιά· ρίχνεται κι’ ὁ ἀνηψιός γιὰ νὰ ξεχάσῃ τὸν πόνο του. Ροῦφα-ροῦφα τ’ ἀδειάζουν τὰ βαγένια. Ἀδειάζουν τὰ βαγένια, τυλώνουν τὰ στομάχια τους, σκοτίζουν τὸ νοῦ τους. Ἀρχίζουν τὰ τραγούδια· πιάνουν τὸ χορό. Χορεύουν καὶ χορεύουν ὥς ποῦ ξαπλώνονται στὸν ἄμμο ἀναίσθητα κορμιά. Πάγανα τόρα οἱ μαῦροι δαίμονες!
Τότε ἀφίνει τὸν κρυψῶνά του τὸ βασιλόπουλο· κοιτάζει ἄφοβα τοὺς ἀράπηδες καὶ χαμογελᾷ. Δὲ χάνει καιρό, δένει τους καλά, μὲ βαριὲς ἁλυσίδες τοὺς φορτώνει, σαβοῦρα ρίχνει στὴ μπρατσέρα· φτάνει γοργὰ στὸ Λιβόρνο.
— Ὁ λαός μου σώθηκε· συλλογιέται πασίχαρος σὲ ὅλο τὸ ταξεῖδι.