Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/69

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Τὸ βασιλόπουλο67

αὐτόν· οἱ βίγλες δὲν τοῦ δίνουν τὸ ποθητὸ σημάδι· Ἡ Γοργόνα, λέει, τοῦ κράτησε τὸν ἀκριβογιό· ἔρημος θὰ μείνῃ καὶ ἄβλαστος ὁ δοξασμένος θρόνος του στὸν αἰῶνα!

Ἄξαφνα διάπλατη ἀνοίγει ἡ πόρτα καὶ ξανθὴ ἀχτῖνα μπαίνει μέσα τὸ βασιλόπουλο.

— Πατέρα σὲ ὀνομάζω καὶ βασιλιᾶ σὲ προσκυνῶ, λέει γονατίζοντας. Ὅλα τὰ παίρνω τόρα καὶ σ’ ἀλαφρώνω τὴ ζωή. Ντύνομαι τὴ χλαμύδα, τὸ σιδεροπουκάμισο· βάνω τὸ Στέμμα, στεφάνι ἀγκαθερό· παίρνω τὸ Σκῆπτρο, κεντρὶ τοῦ ἔθνους μου. Κυβερνῶ σὰν πατέρας καὶ σὰ βασιλιᾶς.

Δὲν πρόφτασε ν’ ἀγκαλιάσῃ τὸ παιδί του ὁ γέροντας κ’ ἔξω ἀκούστηκε φωνὴ τρανολάλητη, ἄγρια καὶ κακή, λὲς καὶ τὸ ξερονῆσι κοσμοχαλαστὴς κύκλωσε τὸ παλάτι.

— Ἐκδίκηση!… ἐκδίκηση!… διπλοτριπλώνει στὰ μεσούρανα ἡ φωνή.

Ὁ λαὸς ξαρματώνει τοὺς φρουρούς, ἀνοίγει μὲ τὰ τσεκούρια τὶς πόρτες. ἀνεβαίνει τὶς ταπητοστρωμένες σκάλες, σχίζει κουρέλια τὶς μεταξωτὲς κουρτῖνες, συντρίβει τὰ βάζα, φτάνει ἀγριόθυμος ἐμπρὸς στὸ βασιλιᾶ.

— Νὰ σὲ ρωτήσω, πατέρα μου, δικαιοκρίτη· τοῦ λέει. Μὲ τὶ πληρώνει ἐκεῖνος ποῦ πατάει τὴν καραντίνα;

— Μὲ θάνατο.

— Ὑπόγραψε.

Πατάει πρόθυμα τὴ χρυσῆ βούλα του ὁ βασιλιᾶς στὴ θανατικὴ ἀπόφαση. Τότε τοῦ διηγῆται ὁ λαὸς τὸ