Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/67

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Τὸ βασιλόπουλο65

πολεμήσουν· πολλὰ βασιλόπουλα ἠθέλησαν νὰ δοξασθοῦν μὲ τὸ θάνατό τους. Μὰ ὅσοι κι’ ἂν πῆγαν κανεὶς δὲν πρόφθασε νὰ μετανιώσῃ γιὰ τὸ κίνημά του. Τὸ ἄχαρο νησί, σὰν νὰ ἦταν δασοφυτρωμένο μὲ λησμοβότανο, τοὺς κοίμιζε παντοτινά, ἔδειχνε στὸ λιοπύρι βωμοὺς τὰ κόκκαλα. Καὶ οἱ ἀράπηδες θεριακωμένοι, πάντα πικροὶ κι’ ἀδάμαστοι, κάθονταν ἐκεῖ φοβέρα τοῦ ναυτόκοσμου.

Μὰ τοῦ Λιβόρνου τὸ βασιλόπουλο τρέχει γοργὰ τόρα, ἐλπιδοφορτωμένο καὶ πολυκάτεχο. Ἡ εὐχή τοῦ λαοῦ γίνεται ἀέρι καὶ φουσκώνει τὸ κόκκινο πανί· τῶν θαλασσινῶν τὰ δάκρυα σμίγουν μὲ τὸ γαλάζιο κῦμα καὶ λαχτίζουν ἐμπρὸς τὸ σκαφίδι του. Ἔφτασε νύχτα στῶν κακούργων τὴ μονιά· ἔβγαλε τὶς προμήθιες ὅλες. Βγάζει τὰ κρέατα – βόδια ὁλάκερα· βγάζει τὰ καρβέλια – φούρνους ἀδαπάνητους· βγάζει τὸ κρασὶ – βαρέλια χιλιοστέφανα. Βγάζει καὶ τ’ ἁπλώνει ὅλα στὴν ἀκρογιαλιὰ καὶ κεῖνο κρύβεται μὲ τὴ μπρατσέρα σ’ ἕνα ἀπόσκεπο λιμανάκι. Τάχα θὰ χορτάσουν τ’ ἀχόρταγα στοιχειὰ μὲ τὶς προμήθειες του;

Τὴν αὐγὴ μὲ τὸ σύθαμπο κατεβαίνουν οἱ ἀράπηδες στὴν ἀκρογιαλιά, βλέπουν τὰ κρέατα καὶ τὰ ψωμιά. Τὰ βλέπουν καὶ ρωτᾶν ποιὸς τάχα νὰ τἄστειλε; Βέβαια κάποιος ποῦ τρομάζει τ’ ὄνομά τους, τρέμει στὸν ἴσκιο τους. Μὰ τὰ ρέγονται περισσότερο παρὰ ν’ ἀποροῦν. Κάθονται, τρῶνε καὶ παραχορταίνουν. Βλέπουν καὶ τὸ κρασί· τὸ μυρίζονται. Περισσότερο διψοῦν παρὰ ξαφνίζονται. Ρίχνονται καὶ ρουφοῦν· πάσχουν νὰ ξεδιψάσουν.

— Μὴν τὸ πίνουμε τὸ δόλιο, μπάρμπα, καὶ δὲν
Λόγια τῆς Πλώρης5