Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/66

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
64Λόγια τῆς πλώρης

Καὶ παίρνει μιὰ μπρατσέρα μὲ κόκκινο πανί, καλὰ τὴν ἀρματώνει, βγαίνει στὸ πέλαγο. Δὲν ἔχει χάρη μόνο τὴν παλληκαριά, μὰ σμίγει καὶ τὴ γνώσῃ τὸ βασιλόπουλο. Δὲν παίρνει μόνον ἄρματα φονικά, δοξάρια καὶ σαγίτες, σπαθιὰ καὶ ἀπελατίκια· μὰ καὶ τροφές βρώση καὶ πόση γιὰ ξεγέλασμα. Παίρνει κρέατα – βόδια ὁλάκερα· παίρνει ψωμιὰ – φούρνους ἀδαπάνητους· παίρνει κρασιὰ – βαρέλια χιλιοστέφανα. Καὶ βάνει πλώρη ἴσα γιὰ τὸ νησί.

— Ἢ σώνω τὸ λαό μου ἢ ἐγὼ χάνομαι· λέει ἀποφασιστικά.

Γοργόνα τὴ λένε οἱ ναῦτες, ἀλλὰ μοιάζει μὲ σαλαμάντρα· σαλαμάντρα κυματιστή, ὁλογάλαζη, πέτρινο ξερονῆσι ἀνάμεσα στὰ διάφανα νερὰ τοῦ Λιβόρνου. Ἐκεῖ πάνω φώλιαζαν οἱ ἀράπηδες, τέσσεροι ἀράπηδες αἱμοβόροι καὶ ἀπάνθρωποι, στοιχειὰ τοῦ κόσμου, τρόμος τῶν θαλασσινῶν. Ἕνας πατέρας ἦταν, δυό του παιδιὰ κ’ ἕνας ἀνηψιός. Σκληρὸς ὁ πατέρας, ἄκαρδα τὰ παιδιά, ὁ ἀνηψιὸς θεριόψυχος. Οὔτε νόμο ξέραν, οὔτε Θεό. Μόνον μιὰ τράτα εἶχαν καλαρματωμένη καὶ γοργοκίνητη. Φωλιασμένοι ἐκεῖ παραμόνευαν νυχτόημερα τὰ πέλαγα. Καὶ μόλις ἔβλεπαν κακότυχο πλεούμενο, ἀπάνω του! Ποιὸς μποροῦσε νὰ γλυτώσῃ; Ποιὸς τολμοῦσε ν’ ἀντισταθῇ; Κούρσευαν τὸ πρᾶμα, ἔτρωγαν τοὺς ἀνθρώπους, βύθιζαν τὰ πλεούμενα. Λάμιες τῆς θάλασσας κακόγνωμες.

Πολλὰ παλληκάρια κίνησαν καὶ πῆγαν νὰ τοὺς