Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/65

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
ΤΟ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟ


Γεροντομπασμενος ὁ βασιλιᾶς τοῦ Λιβόρνου δὲν ἔχει ὄρεξη γιὰ τιμές, δὲν ἔχει χέρι γιὰ σκῆπτρο. Σάρακας τὰ χρόνια τὸν ρίξανε στὰ γηρατειά· τὰ γηρατειὰ σαπίλα τοῦ νέκρωσαν τὶς φιλοδοξίες. Χιόνι ρίχνει στὸν Ὄλυμπο! Ἄσπρα κατάσπρα τὰ μαλλιά, τρεμάμενα τὰ πόδια, στεῖρα ταφόπλακα ἡ καρδιά. Ἡ νέα ζωὴ πολυθόρυβη, μεγαλοφάνταστη, ἀντρειωμένη σκορπᾷ τριγύρω του, φεύγει καὶ χάνεται σὰν γάργαρο νερό, ποῦ τρέχει κάτω ἀπὸ ρουπάκι κατάξερο. Πῶς νὰ τὴν αἰσθανθῇ καὶ ποῦ νὰ τὴν ἀκολουθήσῃ; Ἀδύνατο! Κράζει τὸ γιό του, μονάκριβο βλαστό, παρακαλεῖ καὶ λέγει του μὲ σβυμένη φωνή, μὲ θολωμένα μάτια:

— Καλέ μου καὶ χρυσέ μου, ἔλα καὶ πάρε τα. Ντύσου χλαμύδα τὸ σιδεροπουκάμισο· βάλε τὸ Στέμμα στεφάνι ἀγκαθερό· κράτει τὸ Σκῆπτρο κεντρὶ τοῦ ἔθνους σου, δέσποζε καὶ κυβέρνα. Κυβέρνα σὰν πατέρας καὶ σὰ βασιλιᾶς.

Τὸ βασιλόπουλο πεισματικὰ τοῦ ἀπαντᾷ:

— Πατέρα σὲ ὀνομάζω καὶ βασιλιᾶ σὲ προσκυνῶ. Δὲ θέλω τίποτα· δὲν πιάνω τίποτα. Κακότροπη Γοργόνα στέκεται δίπλα σου. Βασίλειο δὲν ὁρίζεις· λαὸ δὲν κυβερνᾷς. Ἢ τὴ Γοργόνα διώχνω ἢ ἐγὼ χάνομαι.