Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/64

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
62Λόγια τῆς πλώρης

Ὁ Μπάρμπα-Καληώρας σώπησε τέλος. Ἀλλὰ τὸ τσοῦρμα ἔμεινε ἄφωνο γιὰ πολλὴ ὥρα. Δὲ συλλογιζόταν κανεὶς τὸν κίνδυνο τοῦ Σπετσιώτικου μπάρκου, οὔτε τὸ φριχτὸ δρᾶμα τῆς Μαύρης θάλασσας, οὔτε τὶς παλληκαριὲς κ’ αἰσθηματολογίες τοῦ γεροναυτικοῦ. Ποιὸς λίγο ποιὸς πολὺ τὰ ἔχουν ὅλοι περάσει, ὅλοι τὰ ἔχουν αἰσθανθῆ. Ἐκεῖνο ποῦ τοὺς ἔκαμε ἐντύπωση ἦταν τὸ πάθημα τοῦ «Σωτήρα». Καθένας φανταζότανε τὴ θεϊκὴ ὀργή, μαῦρο πουλὶ ν’ ἀκολουθῇ ἀπὸ ψηλὰ τὸ καράβι καὶ τέλος νὰ τοῦ ρίχνεται καὶ νὰ τὸ πετσοκόβῃ μὲ ἀσπλαχνιά. Τρόμος τοὺς εἶχε κυριέψει. Καὶ ὅταν ἀκούστηκε ἡ καμπάνα τῆς βάρδιας, σηκώθηκε καθένας καὶ πῆγε νὰ πιάσῃ τὴ δουλειά του, δίχως χωρατὰ καὶ πειράγματα. Μόνον ὁ Κώστας ὁ θερμαστής, πάντα ἴδιος, ἠθέλησε πάλι νὰ κεντήσῃ τὸ γέροντα:

— Ἔλα, πές μας Μπάρμπα-Καληώρα, πόσες φορὲς ἐναυάγησες;

Ὁ ὑποναύκληρος τόρα σηκώθηκε πάλι ἀλύγιστος, τὰ μάτια του σπιθοβόλησαν θυμοὺς καὶ φοβερίσματα καὶ μὲ τὴν ἀρβανίτικη προφορά του κομματιαστὴ καὶ βαρειὰ καὶ συρμένη γύρισε καὶ εἶπε:

— Μωρὲ ἄϊντε πόρρρ!… Ἐσεῖς νὰ πάτε νὰ βυζάχτε γάλα κ’ ὕστερα νὰ ’ρθῆτε νὰ μιλῆστε μεταμένα. Ἀμμήηη!… τὸν καιρὸ ποῦ γὼ ἀρμένιζα τὰ πέλαγα, ἐσεῖς δὲν ἤσαστε μουδὲ σπόρος στ’ ἀχαμνὰ τοῦ πατέρα σας!…