Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/61

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Ἡ δικαιοσύνη τῆς θάλασσας59

Οἱ σύντροφοί μου ἄρχισαν νὰ διηγῶνται τὸν κίνδυνό μας μὲ περιφρόνηση καὶ νὰ παιζογελᾷ ἕνας τὸν ἄλλο γιὰ τὸ φόβο του. Ἔπλαθε καθένας ὅ τι τοῦ κατέβαινε καὶ παρουσίαζε τὸν ἑαυτὸ του γιὰ ἥρωα. Σὲ μένα μάλιστα ποῦ ἤμουν σὰν ἀφαιρεμένος, ρίχτηκαν ὅλοι καὶ μὲ πείραζαν στὰ γερά. Ὁ καπετὰν Μπισμάνης, δὲν ἦταν ὥρα νὰ φανῶ μπρός του καὶ νὰ μὴ μοῦ φωνάξῃ γελῶντας:

— Ἔ, Καληώρα· δὲν πᾶς λίγο νὰ δουλέψῃς τὴν τρόμπα;

Τέλος κατεβήκαμε στὶς Δῆλες. Ὁ Θεὸς νὰ τὸ κάμῃ λιμάνι! Ὅσο τὸν ἔχει στὸ σορόκο καλά· ἅμα ὅμως τὸν πάρῃ τρεμουντάνα καὶ κατεβάσῃ ὁ Τσικνιᾶς οὐδὲ βάρκα δὲ μένει μέσα. Γυρεύομε τόπο ν’ ἀράξουμε· ποῦ ν’ ἀράξουμε; Ἔβδομῆντα κομμάτια καράβια, μικρὰ-μεγάλα ἦταν ἐκεῖ· χωριστὰ πεντέξη βαπόρια. Ἀπὸ τὰ κατάρτια καὶ τὰ σχοινιὰ πίστεψα πῶς ἔμπαινα σὲ πυκνοντυμένο δάσος χειμῶνα καιρό. Ὡς τόσο ἦρθε ὁ πιλότος καὶ μᾶς ἄραξε κατὰ τὰ Κοκκινάδια. Δὲν ἀράξαμε ἀκόμη καὶ βλέπω τὸν καπετὰν Μπισμάνη κατακόκκινο, ξεσκούφωτο, ἀναμαλλιασμένο νὰ τρέχῃ στὴν πλώρη, νὰ καβαλλάῃ τὸ μπαστοῦνι, ν’ ἁρπάζῃ τὸν ἔξω φλόκο καὶ χτυπῶντας τὸ στῆθός του νὰ βρίζῃ καὶ νὰ καταριέται καὶ νὰ θεορίχνῃ. Κοιτάζω καλά· τὸ καταραμένο μπάρκο ἔστεκε δίπλα μας!

— Παλιοτσόπανε!… παπλωματᾶ! καραβανᾶ!… ἀλυχτοῦσε ὁ καπετάνιος μας. Δὲ φοβήθηκες, μωρέ, τὸ Θεό! τὴ θάλασσα δὲ φοβήθηκες! Μὰ ἔχω τὶς