ἐλπίδες μου!… Θάλασσα, μωρέ, ἂν εἶνε θὰν τὸ δείξῃ, ἀργά-γλήγορα!…
Εἶδα κ’ ἔπαθα νὰ τὸν ἡσυχάσω. Τέλος πῆρε νὰ νυχτώνῃ καὶ κακὰ σημάδια ἔδειχνε ὁ καιρός. Ὁ ἥλιος βασίλεψε μαραμένος πίσω ἀπὸ τὴ Σίφνο. Τὰ οὐρανοθέμελα σκούραναν κ’ οἱ χαμηλὲς στεριὲς ἄσπρισαν γύρω σὰν κιμωλία. Τῆς Τήνου τὸ βουνὸ ἔβαλε τὴ σκούφια του καὶ ὁ Τσικνιᾶς σκοτείνιασε. Ἀσυνήθιστη κίνηση ἄρχισε στὶς Δήλες, σὰν σὲ μερμηγκοφωλιὰ τὰ πρωτοβρόχια. Στὸ πόδι, μαρινάροι! Ἄλλοι στὰ σχοινιά, ἄλλοι στὶς ἄγκυρες, ἄλλοι στὶς βάρκες, ἄλλοι στὰ κατάρτια! Χέρια, πόδια, νύχια, δόντια σὲ κίνηση. Ἕνα καράβι ἐδῶ μάζωνε τὴν ἄγκυρα· παρέκει ἄλλο ἔριχνε καὶ τὴ σπεράντσα· ἄλλο κατέβαζε τὶς σταύρωσες· ἐδῶ ἔπαιρναν πρυμόσχοινα, ἐκεῖ τὰ βαπόρια κάπνιζαν. Πλάκωνε νομίζεις, ἐπίβουλος ἐχθρὸς καὶ καθένας τοιμαζόταν νὰ τὸν ἀντικρύσῃ μὲ ὅλα του τὰ σύνεργα.
Καὶ ἀλήθεια σὲ λίγο πλάκωσε ὁ ἐχθρός. Μαῦρος, θεοσκότεινος, πέταξε ἀπὸ τὸν Τσικνιᾶ ὁ χιονιᾶς μὲ ἄγριες φωνὲς καὶ φτεροκοπήματα κ’ ἔκαμε τὸ λιμάνι μαλλιὰ-κουβάρια. Ἐκεῖ ν’ ἀκούσῃς τὴ σαλαλοὴ καὶ τὸ θρῆνο. Σίδερα βροντοῦσαν, ξύλα τρίζανε, φωνὲς ἀντηχοῦσαν κι’ ἀλυχτήματα. Ἔκανες ἐδῶ· τοῖχος γκρεμιζόταν. Ἄκουες ἐκεῖ· λεῦκες ἔγερναν ξεριζωμένες. Ἐδῶ τριζοβολοῦσαν ὀξυὲς θεόρατες, ἐκεῖ βροντοῦσαν χιλιόχρονες βελανιδιές· δεξιὰ χούγιαζαν πεῦκα φουντωτά, ἀριστερὰ στέναζαν λυγερὰ κυπαρίσσα! Σ’ ἕνα Μυκωνιάτικο καράβι φορτωμένο ξυλεία πετοῦσαν τὰ σανίδια σὰν πούπουλα καὶ σκέπα-