συγγενεῖς, τοὺς φίλους του. Ἐγὼ τίποτε δὲν περίμενα. Ἀπὸ μικρὸς ὀρφάνεψα κι’ ἀπὸ μικρὸς ξενητεύθηκα μὲ τὰ καράβια. Πεντέξη μῆνες πρίν, μὲ κατάφεραν κι’ ἀρρεβωνιάστηκα μὲ μία φτωχούλα. Δὲν τὴ συλλογιζόμουν ὅμως παρὰ σὰν ἔβλεπα τὸν ἀρρεβῶνα στὸ δάχτυλό μου. Μὰ τόρα, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποῦ βρέθηκα στὴ γολέτα, ἐκείνη πρώτη ἔλαμψε μπρός μου, μὲ τὴ φτωχή της φορεσιά, δακρυσμένη νὰ δέρνεται ἀπάνω στὸ εὔκαιρο μνῆμά μου. Δὲν ξέρω γιατί ἀνάτειλε στὸ νοῦ μου ἄξαφνα, πῶς ἡ τύχη ἐκεινῆς ἦταν νὰ σωθῶ· πῶς ὁ Θεὸς θέλησε νὰ μὴ μαραθοῦν παράωρα τὰ νιάτα της, νὰ μὴ μαυρίσῃ ἡ καρδούλα της, πρὶν ἀνοίξῃ σὰν τριαντάφυλλο στοῦ γάμου τὴ δροσιά· νὰ μὴ γίνῃ χήρα πρὶν νύφη γίνῃ ἡ ἀρφανούλα! Καὶ ἡ ἀγάπη σὲ μιὰ ὥρα φύτρωσε μέσα μου καὶ ρίζιασε σὰν τὸν κισσό, ποῦ πιάνει κάθε κούφωμα καὶ κάθε χαραμάδα, καὶ πρασινίζει καὶ ἀνθοστολίζει τοὺς τοίχους τοῦ ἐρμόσπιτου! Τὴν εἶχα μπρός μου καὶ ὀμορφιὲς τῆς ἔβρισκα· γελοῦσε κ’ οἱ ἄγριοι κάμποι ἄνθιζαν καὶ πεντοβολοῦσαν. Δὲν ἔβλεπα τὴν ὥρα νὰ φτάσω στὴν Ἑλλάδα. Ἔστειλα γράμμα τὴς θειᾶς της ἀπὸ τὴν Πόλη καὶ τῆς ἔλεγα νὰ τοιμασθοῦν γιὰ τὸ γάμο καὶ πλακώνω. Τὸ σπιτάκι μου, ποῦ σφάλισε ἀφότου πέθαναν τὰ γονικά μου καὶ σκούριασαν οἱ κλειδωνιές, χορτάρισαν οἱ πόρτες κ’ ἔπνιξε ἡ ἀγριαγκαθιὰ καὶ τὸ μαμοῦδι τὴν αὐλή του, θὰ τὸ στολίσῃ, ἔλεγα, ἐκείνη σὰ νεράϊδα· θὰ φυτέψη μηλιὰ στὴν πόρτα καὶ κλῆμα στὴν αὐλή· θὰ κρεμάσῃ μοσχομύριστ’ ἀφροκύδωνα πάνω ἀπὸ τὸ κρεβάτι καὶ ρόϊδα πολύκλωνα ψηλὰ στὸ πατερό!
Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/60
Εμφάνιση