ροῦνες τὰ φέσια. Ὅλα φαίνονταν πασίχαρα καὶ γελαστά. Ἔπεσα στὰ γόνατα καὶ μὲ πῆραν τὰ δάκρυα. Ἄχ ναὶ τ’ ἀδέρφι· δὲ φαίνεται τόσο ὄμορφος ὁ κόσμος στὸν ἄνθρωπο παρὰ ὅταν κινδυνέψῃ νὰ τὸν χάσῃ!
Ἡ γολέτα ἦταν Γαλαξειδιώτικη τοῦ καπετὰν Καρέλη. Ἐρχόταν ἀπὸ τὸν Σουλινᾶ φορτωμένη σιτάρι γιὰ τὴν Πάτρα. Ἦταν ὅμως χολέρα στὸν Ποταμὸ καὶ θὰ πήγαινε πρῶτα νὰ κάμῃ καραντίνα στὶς Δῆλες. Ὁ καπετὰν Καρέλης μᾶς ρώτησε, ἂν ἤθελε κανεὶς νὰ βγῇ στὴν Πόλη· μὰ ὅλοι μονόγνωμοι ζητήσαμε νὰ μᾶς πάρῃ στὴν Ἑλλάδα. Δὲν ξέρω γιατί, ὅταν κανεὶς κινδυνέψῃ, πιθυμάει τόσο τὴν πατρίδα καὶ τοὺς συγγενεῖς του. Πολλὲς φορὲς μοῦ ἔτυχε νὰ κινδυνέψω στὴ θάλασσα. Μία φορὰ πῆγα νὰ ψωφήσω ἀπὸ πλευρίτη στὸ Γερμανικὸ νοσοκομεῖο τῆς Πόλης. Ἄλλη μία φορὰ στὴν καραντίνα τῆς Σινώπης ἔκαμα δύο μῆνες ἀπὸ χολέρα. Στὸ Ταϊγάνι ἕνα χειμῶνα ἔπεσα ἀπὸ τὸ κατάρτι κατακέφαλα κ’ ἔκαμα ἐφτὰ μῆνες στὸ στρῶμα. Μὰ πάντα μόλις ἔπαιρνα τὴν καλήτερη, μονοφύσημα τραβοῦσα γιὰ τὴν πατρίδα. Καί, στὴ θάλασσα ποῦ ἀρμενίζω, γλυκώτερες ὧρες ἀπὸ κεῖνες δὲ γνώρισε ἀκόμα ἡ ψυχή μου. Μὲ τὰ δάκρυα στὰ μάτια ἔτρεχα κι’ ἀγκάλιαζα ὄχι μονάχα τοὺς συγγενεῖς μὰ καὶ κάθε συντοπίτη μου. Ὅλοι φαίνονταν ἄγγελοι στὰ μάτια μου. Καὶ οἱ πέτρες ἀκόμη πίστευα πῶς μὲ χαιρετοῦσαν καὶ μοῦ ἔλεγαν: Καλῶς ὥρισες! Καλῶς ὥρισες!
Οἱ ἄλλοι βέβαια εἶχαν περισσότερο δίκηο νὰ ζητήσουν τὴν πατρίδα. Καθένας εἶχε τοὺς γονέους, τοὺς