Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/58

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
56Λόγια τῆς πλώρης

βροῦμε τὸν καιρὸ παιράσαμε πάλι ἀποκεῖ, εἶδα τὸ μπάρκο νὰ κατεβαίνῃ στὰ νερὰ ἥσυχο, σὰν καλόγνωμη ψυχὴ ποῦ ἔκαμε στὸν κόσμο τὴν ἀποστολή της· καὶ ἄκουσα γιὰ ὕστερη φορὰ τὴ φωνὴ τοῦ σκύλου, νὰ γαργαρίζῃ καὶ νὰ σβύνῃ μέσα στὸ ρέκασμα τοῦ κυμάτου καὶ τοῦ ἀνέμου τὸ βόγγο, σὰν νὰ μᾶς ἔλεγε καὶ κεῖνος μὲ παράπονο:

— Στὴν ἄλλη ζωή!… στὴν ἄλλη ζωή!…

Δὲν ξέρω πόσον καιρὸ κοιμήθηκα μέσα στὴ γολέτα. Μόλις πατήσαμε κεῖ, μᾶς ἔγδυσαν οἱ ναῦτες ἀπὸ τὰ ροῦχα, ποῦ ἔβγαιναν μαζὶ μὲ τὸ πετσί, μᾶς πότισαν τσάϊ μὲ τὸ ροῦμι καὶ μᾶς ξάπλωσαν στὰ ζεστὰ κρεβατοστρώσια. Ὅταν ἄνοιξα τὰ μάτια εἴμαστε μπρὸς στὰ Μπουγάζια. Ὁ οὐρανὸς χἀρυσογάλανος καὶ ἡ θάλασσα στρωτὸ κρυστάλλι. Οἱ μύριες της γλῶσσες φιλοῦσαν ἁπαλὰ τὶς στεριές. Ἀνατολὴ καὶ Ρούμελη, κάτασπρες ἀπὸ τὸ χιόνι ἀστραποβολοῦσαν στὸ λιοπύρι καὶ καθρεφτίζονταν στὰ νερά. Ψαρόβαρκες μὲ τ’ ἄσπρα καὶ τὰ κόκκινα πανάκια τους, ἀρμένιζαν στὶς χαρούμενες ἀκρογιαλιές, σὰν θαλασοπούλια ποῦ σκύφτουν νὰ παιγνιδίσουν μὲ τὸ κῦμα. Καράβια κάθε λογὶς κατέβαιναν βαρυφορτωμένα· ἀνέβαιναν ἄλλα ἀδειανὰ ἀπὸ τὰ Μπουγάζια. Ἀπάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι μας πετοῦσαν σύγνεφα πουλιά.

Γύρω στὰ κάστρα ἀνέμιζαν οἱ κόκκινες σημαῖες, καὶ ἄστραφτε τῶν κανονιῶν τὸ ἀτσάλι, ἠχολογοῦσαν οἱ σάλπιγγες καὶ κοκκίνιζαν δασοφυτρωμένες παπα-