Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/6

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
4Λόγια τῆς πλώρης

Ἡ ἀλήθεια εἶνε πῶς πολλοί τους ὄχι κλῆμα, ἀλλὰ νησὶ ὁλάκερο μποροῦσαν ν’ ἀποχτήσουν μὲ τὰ χρήματά τους. Μὰ ὅλα τὰ ἔριχναν στὴ θάλασσα. Παράβγαιναν ποιὸς νὰ χτίσῃ μεγαλύτερο καράβι· ποιὸς νὰ πρωτογίνῃ καπετάνιος. Καὶ γὼ ποῦ ἄκουγα συχνὰ τὰ λόγια τους καὶ τὰ ἔβλεπα τόσο ἀσύμφωνα μὲ τὰ ἔργα τους δὲ μποροῦσα νὰ λύσω τὸ μυστήριο. Κάτι, ἔλεγα, θεϊκὸ ἐρχόταν κ’ ἔσερνε ὅλες ἐκεῖνες τὶς ψυχὲς καὶ τὶς γκρέμιζε ἄβουλες στὰ πέλαγα, ὅπως ὁ τρελλοβοριὰς τὰ στειρολίθαρα.

Ἀλλὰ τὸ ἴδιο κάτι μ’ ἔσπρωχνε καὶ μένα ἐκεῖ. Ἀπὸ μικρὸς τὴν ἀγαποῦσα τὴ θάλασσα. Τὰ πρῶτα βήματά μου νὰ εἰπῇς, στὸ νερὸ τὰ ἔκαμα. Τὸ πρῶτο μου παιγνίδι ἦταν ἕνα κουτὶ ἀπὸ λουμίνια μ’ ἕνα ξυλάκι ὀρθὸ στὴ μέση γιὰ κατάρτι, μὲ δυὸ κλωστὲς γιὰ παλαμάρια, ἕνα φύλλο χαρτὶ γιὰ πανάκι καὶ μὲ τὴν πύρινη φαντασία μου ποῦ τὸ ἔκανε μπάρκο τρικούβερτο. Πῆγα καὶ τὸ ἔριξα στὴ θάλασσα μὲ καρδιοχτύπι. Ἄν θέλης ἤμουν καὶ γὼ κεῖ μέσα. Μόλις ὅμως τὸ ἀπίθωσα καὶ βούλιαξε στὸν πάτο. Μὰ δὲν ἄργησα νὰ κάμω ἄλλο μεγαλείτερο ἀπὸ σανίδια. Ὁ ταρσανὰς γιὰ τοῦτο ἦταν τὸ στὸ λιμανάκι τοῦ Ἁϊνικόλα. Τὸ ἔρριξα στὴ θάλασσα καὶ τ’ ἀκολούθησα κολυμπώντας ὡς τὴν ἐμπατὴ τοῦ λιμανιοῦ ποῦ τὸ πῆρε τὸ ρέμα μακριά. Ἀργότερα ἔγινα πρῶτος στὸ κουπί, στὸ κολύμπι πρῶτος· τὰ λέπια μοῦ ἔλειπαν.

— Μωρὲ γειά σου, καὶ σὺ θὰ μᾶς ντροπιάσῃς ὅλους! ἔλεγαν οἱ γεροναῦτες, ὅταν μ’ ἔβλεπαν νὰ τσαλαβουτῶ σὰν δέλφινας.

Ἐγὼ καμάρωνα καὶ πίστευα νὰ δείξω προφητικὰ