Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/5

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
ΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΛΩΡΗΣ

Η ΘΑΛΑΣΣΑ

O πατέρας μου – μύρο τὸ κῦμα ποῦ τὸν τύλιξε – δὲν εἶχε σκοπὸ νὰ μὲ κάμῃ ναυτικό.

— Μακριά, ἔλεγε, μακριά, παιδί μου, ἀπὸ τ’ ἄτιμο στοιχειό! Δὲν ἔχει πίστη, δὲν ἔχει ἔλεος. Λάτρεψέ την ὅσο θές· δόξασέ την· ἐκείνη τὸ σκοπό της. Μὴν κυτᾷς ποῦ χαμογελᾷ, ποῦ σοῦ τάζει θησαυρούς. Ἀργὰ-γρήγορα θὰ σοῦ σκάψῃ τὸ λάκκο ἢ θὰ σὲ ρίξῃ πετσὶ καὶ κόκκαλο, ἄχρηστο στὸν κόσμο. Εἶπες θάλασσα, εἶπες γυναίκα τὸ ἴδιο κάνει.

Καὶ τὰ ἔλεγε αὐτὰ ἄνθρωπος ποῦ ἔφαγε τὴ ζωή του στὸ καράβι· ποῦ ὁ πατέρας, ὁ πάππος, ὁ πρόπαππος ὅλοι ὡς τὴ ρίζα τῆς γενιᾶς ξεψύχησαν στὸ παλαμάρι. Μὰ δὲν τὰ ἔλεγε μόνον αὐτός, ἀλλὰ κ’ οἱ οἱ ἄλλοι γέροντες τοῦ νησιοῦ, οἱ ἀπόμαχοι τῶν ἀρμένων τόρα, καὶ οἱ νιώτεροι, ποῦ εἶχαν ἀκόμη τοὺς κάλους στὰ χέρια, ὅταν κάθιζαν στὸν καφενὲ νὰ ρουφήξουν τὸν ναργιλέ, κουνοῦσαν τὸ κεφάλι καὶ στενάζοντας ἔλεγαν:

— Ἡ θάλασσα δὲν ἔχει πιὰ ψωμί. Ἂς εἶχα ἕνα κλῆμα στὴ στεριὰ καὶ μαύρη πέτρα νὰ ρίξω πίσω μου.