Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/54

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
52Λόγια τῆς πλώρης

θοῦν. Ὅπως ἀπὸ τὶς πολλὲς φωνὲς τοῦ καπετάνιου, ποῦ δὲν ἔχανε τὸ θάρρος του, πιάσαμε πάλι τὶς τρόμπες. Τρομπάραμε καμμιὰ ώρα· ἔπειτα ἕνας-ἕνας τὶς ἀφήσαμε. Πλάκωσε ὡς τόσο ἡ νύχτα. Καὶ τί νύχτα; Κόλαση σωστή. Οὔτε ἄστρο στὸν οὐρανό, οὔτε φανὸς στὴ θάλασσα! Εἶπε μιὰ στιγμὴ νὰ φυσήξῃ πονεντογάρμπι· ἀλλὰ πάλι τὸ γύρισε γρεγοτρεμουντάνα. Χιόνι ἄρχισε νὰ μᾶς σκεπάζῃ· θυμήθηκε, βλέπεις, ὁ οὐρανὸς πῶς χρειαζόμαστε σάβανο! Νέκρα ἔπεσε στὸ καράβι καὶ νόμιζες πῶς ἦταν παντέρημο στὰ κύματα. Μόνον στὴν πλώρη ἀγουριόταν τὸ σκυλὶ καὶ ἡ τρόμπα στὴν πρύμη ἔβγαζε ἀργὰ καὶ ρυθμικὰ τὸ θρῃνητικό της σκούξιμο, κάτω ἀπὸ τοῦ καπετάνιου τὰ χέρια.

— Μωρὲ ναῦτες ποῦ τοὺς διάλεξα! μουρμούριζε· ἕνας κ’ ἕνας! Νὰ χαθοῦν δὲ βρίσκοντε σ’ ὅλῃ τὴ γῆ!… Ἂμ δὲν πᾶτε, καϋμένοι μου, νὰ φορέσετε φουστάνια!

— Μὰ τί θὲς νὰ κάνουμε; τοῦ λέει ὁ Κράπας.

— Τί νά κάνετε; νὰ παλαίψετε μωρέ· νὰ παλαίψετε! Σ’ ἅρπαξε ἀπὸ τὰ πόδια ὁ Χάρος; πιάσ’ τὸν ἀπὸ τὸ λαιμό… Θὰ σὲ πάρῃ – νὰ σὲ πάρῃ παλληκαρίσια. Ὄχι νὰ σταυρώσῃς τὰ χέρια καὶ νὰ παραδοθῇς!

— Μὰ δὲ βλέπεις ποῦ χάσκει τὸ κῦμα νὰ μᾶς καταπιῇ!

— Ὥς ποῦ νὰ μὲ καταπιῇ κεῖνο, τὸ ρουφάω γώ!…

Ὁ καπετὰν Μπισμάνης γύρευε νὰ μᾶς κεντήσῃ τὸ φιλότιμο. Ἀλλὰ ποιὸς μποροῦσε νὰ κινηθῇ. Τὰ χιόνι πλάκωνε μία πήχη στὸ κατάστρωμα. Στὰ σχοινιά,