τάρτια καὶ μονόγνωμοι ἀρχίσαμε νὰ φασκελώνουμε καὶ νὰ φωνάζουμε:
— Τῆς μάννας σου τὸ κέρατο!… Χάννε μοῦνε!… χάννε μοῦνε!…
Ὅταν ἄφησα τὸ κατάρτι, τὸ μπάρκο ἔμοιαζε μὲ νυχτερίδα. Κάπου ἄρχιζαν νὰ ξανοίγουν τὰ θεμέλια τ’ οὐρανοῦ, ἀργὰ ὅμως σὰν νὰ πάλαιβαν συνατοί τους οἱ καιροί. Ἔγερνε νὰ βασιλέψῃ ὁ ἥλιος καὶ τὸ κῦμα καθὼς ἔσκαζε ψηλά, σπιθοβολοῦσε πολύχρωμο καὶ βροντερό, σὰν νὰ κυλοῦσε συντρίμια ἀπὸ λόγχες καὶ γυμνὰ σπαθιά, δίκοπους μπαλαντάδες καὶ μαχαίρια καὶ κράνη χάλκινα, σπρώχνοντας νὰ τὰ ρίξῃ πέρα στὴν ἀκρογιαλιά, μαζὶ μὲ τὰ γυμνὰ κορμιά. Καὶ μέσα στὴν ὑγρὴ ἄχνη ποῦ ἀνεμόφτερη ἔτρεχε κατὰ τὴ νοτιά, τὸ Τόξο ἔλαμπε ὑφασμένο ἀπὸ νεράϊδας χέρι ἀπάνω σὲ ἀεροκάμωτο διασίδι. Μὰ τί κατάρα ποῦ τὴν πήραμε καὶ μεῖς! Τὸ θεόσταλτο σημάδι ποῦ προλέγει πάντα τὴν καλοσύνη τοῦ καιροῦ, στοὺς ναυτικοὺς γράφηκε νὰ προλέγῃ θαλασσοταραχὲς καὶ ἀγριοκαίρια:
Εἶδες Τόξο τὴν αὐγή; |
Ἄρχισα νὰ πιστεύω πῶς ξεγραφτήκαμε ἀπὸ τοῦ κόσμου τὸ βιβλίο· πῶς οἱ ἄνθρωποι τράβηξαν χέρι μὴ συνεπάρῃ καὶ κείνους τοῦ Θεοῦ ἡ κατάρα. Καὶ ἄλλοι ἂν μᾶς ἀπαντήσουν, ἔλεγα, ἔτσι θὰ μᾶς φερ-