Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/52

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
50Λόγια τῆς πλώρης

— Γιὰ τοὺς σκύλους.

Καὶ ρίχτηκα πάλι μὲ τὰ δυνατά μου στὴν τρόμπα.

— Ὄρεξη ποῦ τὴν ἔχει ὁ Καληώρας· εἶπε ὁ καπετάνιος γελῶντας· θαρρεῖς καὶ θέλει νὰ τὴν ξαρραθυμίσῃ.

Ὡς τόσο τὸ μπάρκο ἦρθε μία βόλτα κ’ ἔπεσε δίπλα μας, δεκαπέντε ὀργιὲς μακριά. Μὰ βλέπω ἄξαφνα τὸν καπετάνιο νὰ γυρίζῃ στὸν τιμονιέρη. Μιὰ τιμονιὰ καὶ τὸ παίρνει σταβέντο. Βάνουμε τὶς φωνές.

— Μωρ’ ἀδέρφια πνιγόμαστε! ποῦ μᾶς ἀφίνετε; σωτηρία!… Ἀδέρφια, πνιγόμαστε!… σωτηρία!…

Ἀκούστηκε κάποια φωνὴ καὶ πάψαμε βουλώνοντας ἕνας τοῦ ἄλλου τὸ στόμα. Καὶ μέσα στὸ ρέκασμα τοῦ κυμάτου καὶ τὸ ἀνεμοφύσημα, ἀκούστηκε χαρόσταλτο ἀνάμπαιγμα ἡ φωνὴ:

— Στὴν ἄλλη ζωή!… στὴν ἄλλη ζωή!…

Δὲν τὸ πίστευαν τ’ αὐτιά μου! Εἶπα πῶς ὁ καπετάνιος ἤθελε νὰ παίξῃ μὲ τὴ θέση μας καὶ ἄρχισα νὰ πεισμώνω περισσότερο γιὰ τὰ ἄνοστα χωρατὰ παρὰ γιὰ τὴ σκληρή του πράξη. Ὁ «Σωτήρας» ὅμως πάντα μάκραινε. Βάνουμε πάλι τὶς ἄγριες φωνές:

— Μωρ’ ἀδέρφια πνιγόμαστε! ποῦ μᾶς ἀφίνετε! σωτηρία! πνιγόμαστε, σωτηρία!…

Βουλώσαμε πάλι τὸ στόμα· κρατήσαμε τὴν ἀνάσα μας. Καὶ ἡ φωνὴ ἀπὸ τὸ μπάρκο, συντροφιασμένη μὲ τὸ ρέκασμα τοῦ κυμάτου καὶ τὸ ἀνεμοβόγγιμα, πιὸ δυνατὴ καὶ ἀναμπαίχτρα ξαναδευτέρωσε:

— Στὴν ἄλλη ζωή!… στὴν ἄλλη ζωή!…

Ἔμεινε ὅπου βρέθηκε καθένας γιὰ πολλὴ ὥρα. Ἄξαφνα, σκορπίσαμε τρελλοί, σκαλώσαμε στὰ κα-