Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/55

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Ἡ δικαιοσύνη τῆς θάλασσας53

στὰ κατάρτια, στὰ σίδερα, στὰ κουρέλια τῶν πανιῶν ἁπλονόταν κι’ ἀσπρογάλιαζε σὰν κουλουριασμένα φίδια. Ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ ἐρχόταν τὸ κῦμα καὶ μου ἔδερνε τὸ πρόσωπο. Μὰ δὲν εἶχα δύναμη νὰ σηκωθῶ. Ἄρχισε νὰ μὲ πιάνῃ ἀποκαρωμάρα καὶ κεῖ ποῦ ἤμουν ἀκόμη ζωντανὸς νόμιζα πῶς ἤμουν κουφάρι, πῶς μὲ κυλοῦσαν τὰ κύματα. Ἔλεγα πῶς ἤμουν πρισμένος ταβοῦλι· πῶς τὸ κεφάλι μου ἦταν ὅμοιο μ’ ἕνα ρουμοβάρελο· πῶς τὰ πόδια μου ζύγιζαν καθένα ἀπὸ πεντακόσια καντάρια! Ἄξαφνα, λέει, τὰ θεριὰ τῆς θάλασσας, τὰ σκυλόψαρα καὶ οἱ φάλαινες, οἱ ξιφιοὶ καὶ τὰ δελφίνια τριγύριζαν λαίμαργα τὸ κουφάρι μου καὶ πιάσανε διαβολικὸν καυγᾶ μὲ τὰ ὄρνια τ’ οὐρανοῦ γιὰ τὰ κοψίδια μου. Ἐγὼ τὰ κοίταζα καὶ γελοῦσα σκαστὰ καὶ τρανταχτὰ γέλια, βλέποντας νὰ λαχταροῦν τ’ ἀρρωστημένα κρέατά μου. Κ’ ἔπειτα, λέει, τὸ κεφάλι μου ἀργοκυλῶντας, πάντα μαῦρο καὶ παρόμοιο μ’ ἕνα ρουμοβάρελο, βρέθηκε στὸ λιμάνι τῆς Ὕδρας. Ἦταν ἀνήμερα Λαμπρὴ κ’ ἡ χώρα ἔλαμπε κάτασπρη, σὰν μαρμαρόχτιστη καὶ μοσχοβολοῦσε σὰν ἐκκλησιά. Τρομπόνια βροντοῦσαν καὶ βαροῦσαν παιγνίδια κ’ ἔπαιζε ρουμπίνι στὸ ποτῆρι τὸ κρασὶ κ’ ἔλαμπαν στὰ χέρια κατακόκκινα τ’ ἀβγὰ κ’ ἔτρεμε τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη» σὲ κοραλλένια χείλη. Τὸ κεφάλι μου ἀργοκυλῶντας μέσ’ ἀπὸ τὰ σημαιοστόλιστα πλεούμενα, ἦρθε κι’ ἄραξε στὴν ἀκρογιαλιὰ καὶ βγῆκαν οἱ νιὲς περδικοστῆθες, μὲ τὰ κίτρινα φακιόλια καὶ τὰ λαμπρὰ γκόλφια τους, ἦρθαν τὰ λεβεντόπαιδα μὲ τὰ τσόχινα βρακιὰ καὶ τὰ πλατειὰ ζωνάρια τους, μὲ κοίταζαν κ’ ἔλεγαν μὲ