Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/48

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
46Λόγια τῆς πλώρης

ἐδῶ λάγκευε κ’ ἅρπαζε μὲ ἀφρισμένα δόντια τὴν κουπαστή· ἄλλο ἐκεῖ μὲ τὸ παίξιμο τῆς οὐρᾶς του ἔκανε τρίμματα τὴ σκάλα· ἄλλο μὲ μύτη φοβερὴ σούβλιζε τὰ παραπέτα κι’ ἄλλο ἔπιανε ἀπὸ τὴν πρύμη καὶ τάραζε σύγξυλο τὸ πλεούμενο, σὰν κουρέλι. Καὶ ἄλλα, κοπάδι ὀλάκερο, γλυστροῦσαν κάτω ἀπὸ τὴν καρίνα καὶ γιαμιᾶς πηδοῦσαν ὀρθά, πάσχοντας νὰ τὸ ἀναποδογυρίσουν. Καὶ κεῖνο τὸ δόλιο ἔγερνε ἀποδῶ, διπλάρωνε ἀποκεῖ, βουτοῦσε μὲ τὴν πρύμη, σηκωνόταν μὲ τὴν πλώρη, δερνόταν καὶ βογγοῦσε ἀργὰ καὶ πονετικά, σὰν αἰσθαντικὸ πρᾶμα. Ἦρθε στιγμὴ ποῦ τὸ συμπόνεσα. Ξέχασα τὸ δικό μου κίνδυνο καὶ γύρισα σὲ κεῖνο τὴν ἔνοια μου, μὴ μπορῶντας νὰ φαντασθῶ τί τάχα τοὺς ἔφταιξε καὶ ἦταν τόσο ἐνάντια του τὰ κύματα;

Τὸ μπάρκο εἶχε δυὸ τρόμπες· μιὰ στὴν πρύμη καὶ μιὰ στὴν πλώρη. Γιὰ νὰ κινηθοῦν ἤθελαν ἀπὸ τρεῖς ἀνθρώπους καθεμιά. Στὴν ἀρχὴ δὲν ἄφιναν τὸν καπετάνιο νὰ καταπιαστῇ μὲ τὶς τρόμπες. Μὰ ἔπειτα ἔγινε· πήγαινε πότε στὴ μία, πότε στὴν ἄλλη κ’ ἔτσι ἔβγαινε ὁ ναύτης κ’ ἔπαιρνε λίγη ἀνάσα. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποῦ τρακάραμε ὥς τὴν αὐγὴ δουλέψαμε καλά. Ἂν δὲ λιγόστεψε τὸ νερό, δὲ μπόρεσε ὅμως νὰ μᾶς κεφαλώσῃ.

Δὲν ξέρω γιατὶ ἡ νύχτα ἀγριεύει τόσο τὸν ἄνθρωπο. Θηρίο γίνεται· χωρὶς νὰ θέλῃ ἀφρίζει· χωρὶς νὰ σκεφτῇ δίνει σῶμα στὸν κίνδυνο. Τὸν φαντάζεται ἄνθρωπο, δράκο καὶ γυρεύει νὰ μετρηθῇ μαζί του. Νομίζει πῶς τὸν ἔχει ἐμπρός του· πῶς τὸν ἁρπάζει ἀπὸ τὴ μέση καὶ τὸν βροντᾷ χάμου. Τὸν βρίζει· καὶ βλέ-