Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/47

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Ἡ δικαιοσύνη τῆς θάλασσας45

ημερο βλέπεις, κι’ ὅλα τὰ συντάγματα των διαβόλων ἦταν πεσμένα στὸ γιαλό. Κι’ ὁ βασιλιᾶς τους, ἀκοῦς, ποῦ ἔχει θρόνο του τὴ Σαντορίνη, μέσα ἦταν καὶ κεῖνος καὶ ὁδηγοῦσε τὰ φοβερὰ φουσάτα του στὸ χαλασμὸ τοῦ κόσμου. Ἡ θάλασσα ἀφροκοποῦσε ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη καὶ κυνηγοῦσαν ἕνα τὸ ἄλλο τὰ κύματα καὶ ψήλωναν καὶ δέρνονταν καὶ βαρυβογγοῦσαν, γκαστρωμένα τὸ χαμό. Δὲν πίστευες πῶς ἦταν νερὸ παρὰ θεριὰ ἀνήμερα· λύκοι καὶ λέοντες καὶ τίγρεις καὶ ὕαινες· ἀρκοῦδες ἀσπρόμαλλες, ποῦ κοπάδια πεινασμένα ἔβγαιναν ἀπὸ τὰ οὐρανοθέμελα καὶ χύνονταν στὸ ἄμοιρο καράβι μας. Ἕνα κῦμα ἐδῶ πλάκωνε μὲ τὸ στῆθος πλατύ, τρίζοντας τὰ δόντια του καὶ φοβερίζοντας, σὰν νὰ ζητοῦσε νὰ δώσῃ τὸ τελειωτικὸ χτύπημα. Ἄλλο ἐκεῖ γλυστροῦσε ταπεινό, σὰν τὴν τίγρη ποῦ σέρνεται τῆς κοιλιᾶς νὰ πλακώσῃ κοιμάμενο τὸν ὀχτρό της· καθὼς ἔφτανε κοντά, ψήλωνε γιαμιᾶς, καβαλλίκευε τὸ κατάστρωμα σάρωνε ὅ,τι ἕβρισκε, ξύλα καὶ σχοινιὰ καὶ σίδερα, καὶ περνοῦσε ἀντίπερα γρούζοντας ἀκόμη κι’ ἀλιχτῶντας πεισμωμένα, γιατὶ δὲ μπόρεσε νὰ κάμῃ περισσότερο κακό. Ἄλλο ἐρχόταν ἀπὸ μακριὰ ψηλὸ καὶ φουσκωμένο, ἀνεμοκυκλοπόδης πολεμιστὴς μὲ φαρμακερὲς σαγίτες, ἀνυπόμονος νὰ κάμῃ καὶ νὰ δείξῃ. Ἔσκαε ὅμως πρὶν νὰ φτάσῃ στὸ σκοπό του καὶ μανισμένο ἔστελνε τοὺς ἀφροὺς καταπάνω μας. Καὶ ἄλλα μύρια σπρόχνονταν ὁλόγυρα βιαστικὰ ποιὸ νὰ χτυπήσῃ πρῶτο, ποιὸ νὰ δώσῃ τὴ δυνατώτερη πληγή, διαλέγοντας τὸ μέρος ποῦ θὰ σκαλώσουν ἀπάνω, σὰν ἀσκέρι ἄγριο πολιορκητῶν γύρω σὲ ἄπαρτο κάστρο. Ἕνα