Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/49

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Ἡ δικαιοσύνη τῆς θάλασσας47

πει τὴ βρισιὰ νὰ τοῦ κάθεται μυλόπετρα στὴν ψυχή. Τὸν φτεῖ· καὶ βλέπει τὸ ρόχαλό του κακὴ παρασαρκίδα στὸ πρόσωπο. Δίνει γροθιὰ στὴ γροθιά, κλωτσιὰ στὴν κλωτσιά, δάγκωμα στὸ δάγκωμα. Παλαίβει μὲ τὰ χέρια, μὲ τὰ πόδια, μὲ τὰ γόνατα, μὲ τὸ κεφάλι, μὲ τὰ δόντια, μὲ τὰ νύχια. Γύρω στὸ σῶμά του νιώθει νὰ φυτρώνουν τόσες δύναμες ποῦ ἀπορεῖ πῶς δὲν τὶς ἤξερε πρίν. Τὸν σπρώχνει ἀποδῶ, ἀποκεῖ τὸν ξεσχίζει, ἀλλοῦ τὸν στραγγαλίζει. Αἰσθάνεται νὰ τὸν περιχύνῃ τὸ αἷμά του, τὰ κοψίδια νὰ κρέμωνται στὰ δάχτυλά του σπαρταριστὰ καὶ κεῖνος ὅλο φυσᾷ κι’ ὅλο θυμώνει καὶ ἀντρειεύεται.

Σὲ τέτοια θέση τόρα ἤμουν καὶ γώ. Ὅλη νύχτα πάλαιβα μὲ τὶς τρόμπες καὶ οὔτε κόπο κατάλαβα, οὔτε κρύο, οὔτε νύστα, οὔτε τίποτα. Πεῖσμα μόνον φοβερό. Πατοῦσα τὴν τρόμπα καὶ νόμιζα πῶς ἔβγαινε ἄμπουλας τὸ νερό. Μόλις ὅμως πλάκωσε ἡ μέρα κόπηκαν τὰ ἥπατά μου. Ὁ καπετάν Πήλιουρης ποῦ λένε οἱ Κρανιδιῶτες πῶς βγῆκε ἀπὸ τὸν τάφο καὶ γυρίζει στὸν κόσμο, δὲν ἔχει ποτὲ τὴ δική μας κατάντια. Φουσκώσαμε καὶ μαυρίσαμε ποῦ δὲ γνώριζε ἕνας τὸν ἄλλο! Τὰ μαλλιά μας, τὰ μουστάκια, τὰ γένεια σκλήρυναν σὰν ἀγκάθια. Τὰ μάτια χωμένα στὰ πυκνὰ ματόφρυδα, ἔχασκαν ἄσπρα σὰν σαλιγκάρια. Ὅσο γιὰ τὸ μπάρκο, τὸ μισὸ ἀπόμενε. Οὔτε παραπέτα, οὔτε κουπαστές, οὔτε ξάρτια, οὔτε πανιὰ ἀκέρια. Καὶ τὸ ἄνοιγμα κάτω ἀπὸ τὸ ὄκιο ἔχασκε πάντα νὰ καταπιῇ τὰ πέλαγα. Πρῶτος ὁ Δημήτρης ὁ Σκοπελίτης, ἀξιώτερος καὶ πιὸ χεροδύναμος τῆς συντρο-