Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/46

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
44Λόγια τῆς πλώρης

— Ἄλα παιδιά, στὶς τρόμπες! φωνάζει ὁ καπετάνιος· οἱ τρόμπες εἶνε ἡ σωτηρία μας!

Ξημέρωσε τέλος ὁ Θεὸς τὴν ἡμέρα. Μὰ τί μέρα; Οὐρανὸς καὶ θάλασσα εἶχαν μιὰ θολωμάρα ποῦ ἔσφιγγε τὴν καρδιά. Πιὸ συχαμένῃ αὐγὴ δὲ θυμοῦμαι ν’ ἀπάντησα στὴ ζωή μου!

Ἄξαφνα ἐκεῖ ποῦ τρομπάριζα ἀκούω τὸ ναύκληρο κἄτι νὰ σφυρίζῃ στ’ αὐτὶ τοῦ καπετάνιου. Αὐτιάζομαι· οἱ ναῦτες τοῦ καραβιοῦ ἔλειπαν ὅλοι! Ἀκόμη ἔμαθα πῶς τὸ μπάρκο ἦταν Ἰταλικό. Οἱ ναῦτες πήδησαν βέβαια στὸ καράβι μας, ὅπως ἐμεῖς στὸ δικό τους καὶ μαζὶ τοὺς ρούφηξε ἡ θάλασσα. Ἔλειπε ὅμως ἡ μεγάλη βάρκα καὶ μπορεῖ σὲ κείνη νὰ ζήτησαν τὴ σωτηρία τους. Κοιτάζω γύρω· τίποτα. Τοὺς συχώρεσα καὶ τοὺς ξέχασα. Ἦβρε ὡς τόσο τὸν κόχυλα καὶ φύσηξε ὁ ναύκληρος δυὸ-τρεῖς φορές. Ἀλλὰ μονάχα ἡ φωνάρα του ἀκούστηκε βαρειὰ καὶ στριμμένη, σὰν ἀνάμπαιγμα ποῦ ἔστελνε τὸ ἄσπλαχνο τὸ πέλαγο.

Κατὰ τὸ μεσημέρι ὁ ἥλιος ἔσχισε τὰ σύγνεφα κι’ ἔριξε μιὰν ἀχτῖνα του μακριά. Τὰ βουνὰ τῆς Θεοδόσιας, χιονισμένα, ἔβγαιναν σὰν κρυσταλλένια παλάτια μέσ’ ἀπὸ τὰ θολὰ νερά. Εἴμαστε κάτου ἀπὸ τὴν Κριμαία. Ἂν ἦταν τρόπος νὰ πλησιάζαμε κεῖ, θὰ εἴχαμε ἐλπίδα. Ἀλλὰ τὸ μπάρκο στὴν κατάσταση ποῦ βρισκότανε ἦταν ἀκυβέρνητο. Καὶ μὴν εἶχε σκοπὸ νὰ λιγοστέψῃ ἡ χιονιά; Ὅσο πήγαινε Τοῦρκος γινότανε. Φύλλο στὸ φύλλο ἐρχόνταν οἱ ἀνέμοι, ἅρπαζαν τὴν παγωμένη ἄχνη στὰ φτερά τους, τὴ στριφογύριζαν σὰν κουρνιαχτὸ στὰ τρίστρατα. Ἦταν Σαραντά-