Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/45

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Ἡ δικαιοσύνη τῆς θάλασσας43

ἀλιχτοῦσαν τὰ σκυλιά, ἡ θάλασσα ρέκαζε, τὰ καράβια ἀνεβοκατέβαιναν καὶ τριζοκοποῦσαν, σὰν δυὸ θεριὰ ποῦ πάσχουν νὰ γονατίσῃ τὸ ἕνα τἄλλο! Καὶ ψηλὰ τὰ φανάρια τῆς γραμμῆς ἔχυναν τὸ χρωματιστὸ φῶς τους σιωπηλά.

Δὲν ξέρω πῶς βρέθηκα στὴν πλώρη. Σκύφτω, τί νὰ ἰδῶ; Ὅλη ἡ δεξιὰ μάσκα φαγωμένη καὶ τὸ κῦμα χυνότανε στ’ ἀμπάρι κι’ ἔνιωσα τὴν κουβέρτα νὰ φεύγῃ ἀπὸ τὰ πόδια μου. Δὲ χάνω καιρό, πηδάω στὸ μπάρκο.

— Παιδιά, ἐδῶ! φωνάζω.

Γιατὶ πήδησα στὸ μπάρκο; γιατὶ φώναξα «παιδιὰ ἐδῶ;» Καὶ γὼ δὲν ξέρω. Μοῦ τὸ εἶπε ὁ ἄγγελός μου. Στὴ φωνή μου πήδησαν κι’ οἱ ἄλλοι στὸ μπάρκο κι’ ὁ καπετάνιος στερνός. Ἀπάνω στὴν ὥρα· πέντε λεφτὰ ἀργότερα ὅλοι θὰ πηγαίναμε στὸ φοῦντο. Γιατὶ ἀπὸ τὸ τίναγμα ἦρθε στιγμὴ καὶ χωρίστηκαν τὰ καράβια. Τὸ μπαρκομπέστια στέναξε βαθειά, βούτησε μὲ τὴν πλώρη, ἔγειρε στὸ δεξὶ πλευρό, ἀνατινάχτηκε μιά, ὥς ποῦ ἄνοιξε ἡ θάλασσα καὶ τὸ ἔκλεισε ἀφροκοπῶντας στὴν ἀγκαλιά της. Μὰ ἰδὲς τί Θεοῦ συνέργεια! Τὸ μπαρκομπέστια κατεβαίνοντας συνεπῆρε μαζὶ τὸ μπαστοῦνι τοῦ μπάρκου μὲ ὅλα τὰ σχοινιὰ καὶ τοὺς φλόκους καὶ τὰ σίδερα. Τὴν ἴδια στιγμὴ ἔρχεται ἕνα φύλλο δυνατὸ καὶ ρίχνει κάτω καὶ τὸ πλωριὸ κατάρτι μὲ ὅλες του τὶς σταύρωσες. Ἀλάφρωσε τὸ ξύλο· ἀντρειεύτη καὶ τινάχτηκε μὲ τὴν πλώρη ὁλόρθη. Στὸ ξαφνικὸ ὀρθοπλώρισμα κυλίσαμε ὅλοι στὴν πρύμη σὰν ἀσκιά.