Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/35

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Οἱ φρεγάδες33

ντυμένες. Κ’ ἔχουν στὴν πλώρη γιὰ θαλασσομάχο ἕνα διαμαντοκόλλητο σταυρό, τρόμο τῶν στοιχειῶν καὶ φρίκη τοῦ κυμάτου. Στὴν πρύμη, ἀπάνω στὸ τιμόνι, ἔχουν τὸ Ἅγιο Βαγγέλιο καὶ στὸ μεσανὸ κατάρτι ψηλὰ σ’ ἕνα δικέφαλον ἀητὸ τὴν Παναγιά, ποῦ λάμπει – προσκυνῶ τὴ χάρη της – σὰν αὐγερινός. Κάθε αὐγὴ μὲ τὸ πρῶτο ἀνάβλεμμα τοῦ ἥλιου, οἱ φρεγάδες ἀστραποβολοῦν, στὰ γαλανὰ νερά. Τόρα ψυχὴ δὲν ἔχουν· ἔρμες εἶνε ἀπὸ ναῦτες κι’ ἀπὸ καπετάνιους. Ὅμως θὰ ἔρθῃ ὥρα ποῦ ψυχὴ θὰ πάρουν καὶ γοργόνες καστρορίχτισες θὰ σμίξουν καὶ θὰ σύρουν πάλι στὸ δρόμο τους. Καὶ θὰ γυρίσουν νικηφόρες πίσω στὰ πατρογονικά μας τὰ λιμάνια, στὸ δαξασμένο θρόνο τοῦ ἀναστημένου μας τοῦ Βασιλιά.



Λόγια τῆς Πλώρης3