Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/36

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ


ΤΟΝ Μπάρπα-Καληώρα τὸν ὑποναύκληρο, συχνὰ θέλουν νὰ τὸν πειράζουν οἱ σύντροφοί του. Καὶ γιὰ νὰ τὸν πειράξουν δὲ χρειάζονται παρὰ νὰ τοῦ εἰποῦν τὸ συνηθισμένο λόγο τους:

— Ἔλα, πές μας Μπάρμπα-Καληώρα, πόσες φορὲς ναυάγησες;

Στὸ ἄκακο τὸ ρώτημα ὁ γερoναυτικὸς ἀνάβει σὰν δαδί. Τὸ σκευρωμένο ἀπὸ τὰ χρόνια καὶ τὸ ψήλωμα κορμί του ὀρθώνεται ἀλύγιστο· τὸ γελαστὸ καὶ ἄδολο πρόσωπό του συγνεφιάζει σὰν μαρτιάτικος οὐρανός· τὰ μάτια του σπιθοβολοῦν ἀπὸ θυμοὺς καὶ φοβερίσματα καὶ μὲ τὴν ἀρβανίτικη προφορά του, κομματιαστὴ καὶ βαρειὰ καὶ συρμένη, γυρίζει καὶ τοὺς λέει:

— Μωρὲ ἄϊντε πόρρρ!… Ἐσεῖς νὰ πᾶτε νὰ βυζάχτε γάλα κ’ ὕστερα νὰ ’ρθῆτε νὰ μιλῆστε μεταμένα. Ἀμή!… τὸν καιρὸ ποῦ γὼ ἀρμένιζα τὰ πέλαγα, ἐσεῖς δὲν ἤσαστε μουδὲ σπόρος στ’ ἀχαμνὰ τοῦ πατέρα σας!…

Τὸ τσοῦρμα τότε γελᾷ, σκαστὰ καὶ τρανταχτὰ γέλια καὶ γελᾷ μαζί του ὁ Μπάρμπα-Καληώρας ὁ υποναύκληρος. Ἔτσι κ’ ἕνα μεσημέρι, ποῦ ἡ πρώτη βάρδια ἔραφτε κάποιο πανὶ στὴν πλώρη καὶ ἡ δεύτερη