Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/34

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
32Λόγια τῆς πλώρης

ἔβλεπαν πῶς ἦταν θέλημα Θεοῦ ν’ ἀπομείνουν στὸ φοβερὸ ἀκρωτῆρι. Ἕνα μὲ τὸ ἄλλο ἔχτισαν ἐκεῖ τὰ εἰκοσιτέσσερα μοναστήρια. Μὰ τὸ ἀθάνατο νερὸ δὲν ξαναφάνηκε. Μόνον δυὸ φορὲς τὸ χρόνο, στὴν πρώτη Ἀνάσταση καὶ τοῦ Σωτῆρος, τὴν ὥρα ποῦ ἀνοίγουν τὰ Ἐπουράνια, ὁ βράχος ρίχνει ἀπὸ μιὰ στάλα στὴ γῆ. Πολλοὶ πηγαίνουν καὶ ξενυχτοῦν μέσα στὴ σπηλιά, καλογέροι καὶ λαϊκοί, ἄντρες καὶ γυναῖκες, μὲ τὰ μαντήλια στὸ χέρι καὶ τὰ μάτια κολλημένα στοῦ βράχου τὸ μακαριστὸ μαστάρι. Ὅμως ἄδικα ξενυχτοῦν. Ὁ βράχος τὸ βγάζει κ’ ἡ γῆ ζηλιάρα τὸ ἀναρουφᾶ εὐθύς. Φοβᾶται λές, μὴν τ’ ἀποχτήσει ὁ μαῦρος ἄνθρωπος καὶ γλυτώσει ἀπὸ τὸ φοβερό της χωνευτῆρι. Κ’ οἱ ξενυχτισμένοι φεύγουν κάθε χρόνο μὲ τὴν ἴδια πίκρα στὴν ψυχή, χωρὶς νὰ ἰδοῦν ἄλλο, παρὰ τὰ κάτασπρα κόκκαλα ποῦ κοίτονται βωμὸς ἀκόμη στὴ μέση τῆς σπηλιάς.

Ἐγὼ εἶδα τὰ κόκκαλα καὶ γὼ ἄκουσα γιὰ τὶς φρεγάδες τὶς βασιλικές. Ἀφοῦ παράδειραν γιὰ χρόνια στ’ ἀνοιχτὰ κατέβηκαν σύγξυλες στὸν ἄμμο τοῦ βυθοῦ. Ἡ μία βρίσκεται στῆς Κρήτης τὰ νερά· ἡ ἄλλη κάπου στὴ Ρόδο, κ’ οἱ ἄλλες δυὸ ἀνάμεσα στὰ Δωδεκάνησα. Εἶνε ἀκόμα ἴδιες κι’ ἀπαράλλαχτες, ὅπως πρωτοφάνηκαν στὰ νερὰ τοῦ Καβομαλιᾶ. Εἶνε χυτὲς πρύμη-πλώρη κ’ ἔχουν τὶς ἀμαρτωσές τους βασιλικὲς καὶ κεῖνες. Τὰ κατάρτια τους ἀτόφια προύτζινα, ἀπὸ κάτω στὴ σκάτσα ὥς ἀπάνω στὴ γαλέτα. Τὶς ἀντένες ὅλες ἀτσαλένιες· σχοινιὰ καὶ ξάρτια ἀπὸ καμηλότριχα καὶ τὰ πανιά τους ὁλομέταξα. Ἂν ρωτᾷς γιὰ τὶς κουπαστὲς καὶ τὶς μπαταρίες τους στὸ σύρμα εἶνε