Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/33

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Οἱ φρεγάδες31

— Ἀμάν, Θεέ μου! σῶσε μας ἀπὸ τὸ κακὸ καὶ ταζόμαστε ὅλοι στὴ χάρη σου. Ξεχνοῦμε τὸν κόσμο καὶ τὰ καλά του· παρατοῦμε γυναῖκες καὶ παιδιά· ἔλεος!

Μόλις τάχτηκαν οἱ καπετᾶνοι ἀμέσως ἔπαψε τὸ κακό. Μεμιᾶς συνῆρθε τὸ τσοῦρμα. Σὰν νὰ μὴν ἤξεραν τί ἔκαναν ὥς τόρα, εἶδαν μὲ φρίκη τὸ σκοτωμὸ καὶ τὰ αἵματα ἐμπρός τους. Πέταξαν στὴ θάλασσα τὰ στυλέτα καὶ ἄρχισαν νὰ κλαῖνε τοὺς συντρόφους ποῦ σκότωσαν μὲ τὰ ἴδια τους τὰ χέρια.

Οἱ καπετᾶνοι πῆραν τότε τὸ ναυτόπουλο νὰ τοὺς δείξῃ τὴ σπηλιὰ γιὰ νὰ ἕβρουν τὸ ἀθάνατο νερό. Ἅμα τὸ ἕβρουν, σκέφτηκαν, ἀνασταίνουν εὔκολα τοὺς σκοτομένους. Πᾶνε μέσα στὴ σπηλιά, ψάχνουν ἀποδῶ, γυρεύουν ἀποκεῖ· σταλιὰ νερό. Ὁ φόνος τὸ μόλεψε κ’ ἔφυγε ἀπὸ τὸ μάτι τοῦ ἀνθρώπου· μαζὶ χάθηκε καὶ τὸ ψαράκι. Φαρμακωμένοι βγῆκαν ἔξω οἱ καπετᾶνοι. Ἀλλ’ ὣς ποῦ νὰ ἔβγουν ἀκοῦνε ποῦ φρεσκάριζε ὁ καιρός. Ζωντανὰ τὰ κύματα ἄρχισαν νὰ δέρνωνται στὰ ριζιμιὰ σπιλάδια.

— Τὶς βάρκες μωρὲ παιδιά! φωνάζουν δυνατά.

Ὥστε νὰ τὸ εἰποῦν, οἱ βάρκες βρίσκονται καρφωμένες στὰ δόντια τοῦ βράχου καὶ ροκανίζονται ἀργὰ καὶ ἄσφαλτα μὲ τὸν ἀφρὸ τοῦ κυμάτου. Ἀπελπισμένοι πηδᾶνε στ’ ὀρθολίθι ν’ ἀγαντέψουν τὶς φρεγάδες. Μὰ ποῦ φρεγάδες; Τὸ κῦμα ποῦ ἐρχότανε δυναμωμένο ἀπὸ τοῦ Τσιρίγου τὸ στενὸ κι’ ὁ ἄνεμος, ἄξιοι κ’ οἱ δυὸ γεμιτζῆδες, πόδισαν τὰ καμαρωτὰ πλεούμενα καὶ τοὺς ἔδωκαν δρόμο στ’ ἀνοιχτά.

Οἱ καπετᾶνοι πέφτουν στὰ γόνατα. Φῶς φανερὰ