Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/32

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
30Λόγια τῆς πλώρης

νε ἀπὸ τὶς φρεγάδες, ρίχνουν καὶ τὶς ἐπίλοιπες βάρκες στὴ θάλασσα, βάνουν ὅλο τὸ τσοῦρμα μέσα καὶ βγαίνουν ἔξω οἱ καπετᾶνοι. Βγαίνουν ἔξω, ρίχνονται ἀποδῶ, τρέχουν ἀποκεῖ, φωνάζουν, βρίζουν, φοβερίζουν· μὰ ποιὸς τους ἀκούει; Ὅλοι οἱ ἄντρες εἶνε πιασμένοι στὰ χέρια. Μανία σκοτωμοῦ κ’ αἱμάτου δίψα κυρίευε καθένα ποῦ πλησίαζε σὲ κείνη τὴ σπηλιά, λὲς καὶ ἄχνιζε γύρω τοῦ Κάη ὁ θυμός. Οἱ ναῦτες μὲ τὰ στυλέτα θρῆνο ἔκαναν· οἱ σκλάβοι ποῦ δὲν εἶχαν στυλέτα, σήκωναν τὶς ἁλυσίδες καὶ μὲ τὴν πρώτη ἄνοιγαν τὸν τάφο τοῦ ἐχθροῦ. Ὅσοι δὲν εἶχαν ἁλυσίδες, πέτρες σήκωναν· κι’ ὅσοι δὲν εἶχαν πέτρες, εἶχαν τὰ δόντια καὶ τὰ νύχια τους, ποῦ κατέβαζαν λουρίδες τὸ κρέας. Τὸ αἷμα ἔβαφε τὶς πλάκες περίγυρα. Οἱ σάρκες σπαρτάριζαν κοψίδια στὰ μαῦρα χώματα. Οἱ σκοτωμένοι ἔφραζαν τὴν πόρτα τῆς σπηλιᾶς κ’ οἱ λαβωμένοι βαρυβογκοῦσαν.

Ὥς τόσο δὲν ἔπαυε ὁ σκοτωμός. Ἡ δίψα τοῦ αἱμάτου ὅσο πήγαινε ὅλο μεγάλωνε. Οἱ ἴδιοι καπετᾶνοι ἄρχισαν νὰ νιώθουν κάποιο ἄφαντο χέρι νὰ τοὺς σπρώχνῃ στὸ χαμὸ καὶ δυὸ-τρεῖς φορὲς ἔφεραν τὸ χέρι στὸ στυλέτο καὶ γλυκόσυραν τὴ μισὴ λάμα ἔξω ἀπὸ τὸ θηκάρι της.

Μὰ κρατήθηκαν.

— Μωρὲ σκυλιά, τί κάνουμε! εἶπαν ἀναμεταξύ τους. Τοῦτο εἶνε θεϊκὴ κατάρα!… Σὲ τὶ κριματίσαμε κ’ ἤρθαμε νὰ σφαγοῦμε συνατοί μας ἐδῶ στὸν ἔρμο βράχο!…

Ρίχνονται ἀμέσως στὰ γόνατα κλαῖνε, μύρονται, σταυροκοπιόνται.