Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
26Λόγια τῆς πλώρης
Ἦταν ἡ αὐγὴ ἀνοιξάτικη· χαρὰ Θεοῦ! Φύλλο δὲ σειόταν οὐδὲ πούπουλο. Ἡ θάλασσα πήχτρα. Στὸ διάφανο οὐρανὸ πρόσμενες νὰ ἰδῇς καθρεφτισμένα τὰ νησιὰ καὶ τ’ ἀκρογιάλια μὲ τὴν πρασινάδα τους. Ἀριστερὰ φαίνονταν τῆς Κρήτης τὰ βουνά· πίσω τὰ Δωδεκάνησα ἔδειχναν γαλανὰ τὰ ριζοβούνια τους κάτω ἀπὸ τὴν καταχνιά ποῦ τὰ ἔδενε σὰν πουπουλένιο γεφύρι· καὶ δεξιὰ κατέβαιναν τ’ ἀκρωτήρια καὶ οἱ κόρφοι τοῦ Μωριᾶ, ὣς τὸν Καβομαλιᾶ καὶ τὸ Τσιρίγο. Καὶ καθὼς χτυποῦσεν ὁ ἥλιος ἔβλεπες τὶς στεριὲς νὰ χύνουν λογιῶν λογιῶν χρώματα καὶ τὶς φρεγάδες ν’ ἀστραποβολοῦν, ἀνάμεσα οὐρανοῦ καὶ θάλασσας.
Εἶχαν ἁπλωμένα ὅλα τὰ πανιά. Φλόκοι καὶ κοντραφλόκοι, γάμπιες καὶ παπαφίγγοι καὶ παρουκέτα καὶ τρίγγοι ὅλα. στὴ θέση τους. Μὰ κρέμονταν ὅλα παραλυμένα καὶ μόνον τὰ μπρούλια τους ἀνάδευαν καμμιὰ φορά, σὰν φιδάκια ἕτοιμα νὰ φᾶνε τὰ κεφάλια τους. Οἱ σκότες κρέμονταν καὶ κεῖνες παράλυτες στὰ χέρια τῶν ναύτων ποῦ ἄδικα προσμένουν προσταγὴ νὰ γυρίσουν τὰ πανιὰ στὸν ἄνεμο. Κοιμήθηκε ἀπάνω στὸ χρυσοσκάλιστο δοιάκι ὁ τιμονιέρης· ἡ βάρδια στὸ ξάγναντο τῆς πλώρης ψηλὰ κοιμήθηκε καὶ κείνη, τηρῶντας πάντα ἐμπρός της. Οἱ καπετάνοι στὰ χρυσᾶ καὶ τὰ βελουδένια, νυστάζουν ξαπλωμένοι σὲ πουπουλένια προσκέφαλα, κάτω ἀπὸ τὴν πρασινορόδινη τέντα τῆς πρύμης, καὶ μόλις ἀκοῦνε τὸ λεβέντικο τραγοῦδι ποῦ παίζει τὸ σκλαβάκι μὲ τὸν ταμπουρᾶ. Κάτω στὸ ἀμπάρι οἱ σκλάβοι μὲ τὰ μεγάλα τους μαλλιά, τὰ κίτρινα πρόσωπα, τὰ μεστωμένα