Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/29

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Οἱ φρεγάδες27

μπράτσα, κοιμήθηκαν καὶ κεῖνοι μέσα στὶς βαρειὲς ἁλυσίδες, ἀπάνω στοὺς πάγκους. Μὰ ποιὸς θὰ εἰπῇ πῶς κοιμήθηκαν! Τὰ κουρασμένα κορμιά τους ναί· ὄχι ὅμως κ’ ἡ ψυχή τους. Ἐκείνη τρέχει καὶ χαμοπατᾷ στ’ ἄσπρα τους σπιτάκια, στὶς θλιμμένες γυναῖκες καὶ τ’ ἀρφανά τους τὰ παιδιά· στὰ κλήματα τὰ σταφυλοφορτωμένα καὶ τὰ γλυκόχυμα βοτάνια· στ’ ἀφρᾶτα χώματα καὶ τὰ κρυσταλλένια νερά, στὰ λούλουδα καὶ τὰ πούλουδα γλυκειᾶς πατρίδας ποῦ δὲν ἐλπίζουν νὰ τὴν ἰδοῦν ποτέ.

Ἄξαφνα ὅμως ξύπνησαν οἱ θαλασσινοί:

— Παιδιά! τὴ βάρκα στὴ θάλασσα· φωνάζει ὁ καπετάνιος τῆς πρώτης φρεγάδας. Ἀ-λὰ τὰ χέρια στὰ κουπιά· βγῆτε ἔξω στὰ σπηλάδια, καμακίστε χταπόδια στὰ θαλάμια τους, καλαμῶστε ἀχινούς, συνάχτε καβούρους, ξεκολλῆστε στρείδια ἁγνὰ ὅ,τι βρῆτε!

Τὸ εἶπε κ’ ἔγινε εὐθύς. Ἔρριξαν τὰ παιδιὰ τὴ βάρκα στὴ θάλασσα· ἀ-λὰ τὰ χέρια στὰ κουπιά, βγῆκαν ἔξω στὰ σπηλάδια, καμακίζουν χταπόδια στὰ θαλάμια τους, καλαμώνουν ἀχινούς, συνάζουν καβούρους, ξεκολλοῦν στρείδια ἁγνὰ ὄ,τι βρίσκουν. Μὰ τὸ ναυτόπουλο, ἕνας κασιδιάρης καὶ κακομοίρης, ποῦ τὸν εἶχαν γιὰ ψυχικό, ξεκόβει ἀπὸ τ’ ἄλλα τὰ παιδιά. Οὔτε καμακίζει χταπόδια στὰ θαλάμια τους, οὔτε καλαμώνει ἀχινοῦς, οὔτε συνάζει καβούρους, οὔτε ξεκολλᾷ στρείδια ἁγνὰ ὅ,τι εὕρῃ. Γυρίζει μόνον ἀπάνω κάτω στὶς μαυρισμένες πέτρες καὶ τὰ χορταριασμένα σπηλάδια σὰν κάτι νὰ ζητῇ. Τὶ εἶχε-τί ἔχασε; Τίποτα. Μὰ κάθε ἄνθρωπος, μικρὸς-μεγάλος, πλού-