Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/27

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
ΟΙ ΦΡΕΓΑΔΕΣ


MΕ τὸ πρῶτο ἀνάβλεμα τοῦ ἡλιοῦ φάνηκαν οἱ τέσσερες φρεγάδες ἀντίκρυ στὸν Καβομαλιᾶ. Ποῦθ’ ἐρχόντανε; γιὰ ποῦ πήγαιναν; οὔτε ἄκουσε οὔτ’ ἔμαθε κανείς. Μὰ πρέπει νὰ ἦταν βασιλικὲς φρεγάδες. Κι’ οἱ τέσσερες λέει, τὸ ἴδιο εἶχαν χτίσιμο· χυτὲς πρύμη-πλώρη. Κ’ εἶχαν τὶς ἀρματωσές τους, βασιλικὲς καὶ κεῖνες. Τὰ κατάρτια τους ἀτόφια προύτζινα ἀπὸ κάτω στὴ σκάτσα ὣς ἀπάνω στὴ γαλέτα· τὶς ἀντένες ἀτσαλένιες· σχοινιὰ καὶ ξάρτια ἀπὸ καμηλότριχα καὶ τὰ πανιά τους ὁλομέταξα. Ἂν ρωτᾷς γιὰ τὶς κουπαστὲς καὶ τὶς μπαταρίες τους, στὸ σύρμα ἦταν ντυμένες. Κ’ εἶχαν στὴν πλώρη γιὰ θαλασσομάχο ἕνα διαμαντοκόλλητο σταυρό, τρόμο τῶν στοιχειῶν καὶ φρίκη τοῦ κυμάτου. Στὴν πρύμη, ἀπάνω στὸ τιμόνι εἶχαν τὸ Ἅγιο τὸ Βαγγέλιο καὶ στὸ μεσανὸ κατάρτι ψηλὰ σ’ ἕνα δικέφαλον ἀητό, τὴν Παναγιὰ ποῦ ἔλαμπε – προσκυνῶ τὴ χάρη της – σὰν αὐγερινός. Γιὰ τοῦτο βέβαια ἦσαν βασιλικὲς φρεγάδες, τοῦ δικοῦ μας τοῦ βασιλιᾶ ποῦ ὥριζε στὴν Πόλη. Ἐκείνη τότε ἦταν ἡ κιβωτὸς τῆς Χριστιανοσύνης. Ποιὸς ξέρει τί ἀλλόφυλους πήγαιναν πάλι νὰ χτυπήσουν, νὰ στήσουν παντοδύναμο σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση τὸν τίμιο Σταυρό!