Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/26

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
24Λόγια τῆς πλώρης

τούρια καὶ λαγοῦτα γλυκόφωνα. Ἐκεῖ ἄκουσα ἕνα ναύτη νὰ μὲ δείξῃ στοὺς συντρόφους του καὶ νὰ εἶπῇ:

— Νὰ κ’ ἕνας ποῦ ἀρνήθηκε τὰ καλὰ τῆς θάλασσας ἀπὸ φόβο!

Τινάχτηκα ἀπάνω. Ὄχι ἀπὸ φόβο, ποτέ! Τρέχω στὸ σπίτι· ἡ Μαριὼ ἔλειπε στὸ ρέμα. Κόβω τὰ ροῦχα στὸν ὦμο, πιάνω τὸ κομπόδεμα κάτω ἀπὸ τὸ προσκέφαλο καὶ χάνομαι σὰν κλέφτης. Σκοτεινὰ ἔφτασα στὸν Ἅϊ Νικόλα, λύνω μιὰ βάρκα καὶ φτάνω στὴ φρεγάδα.

Ἀπὸ τότε φάντασμα ἡ ζωή. Θὰ μοῦ εἰπῇς· δὲ μετάνιωσα; Καὶ γὼ δὲν ξέρω. Ἀλλὰ καὶ νὰ γυρίσω τόρα στὸ νησὶ πάλι δὲ θὰ ἡσυχάσω.

Μὲ κράζει ἡ θάλασσα.